Το "iniciarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [iniˈθjaɾse] (Ισπανικά - Castilian)
Η λέξη "iniciarse" σημαίνει να ξεκινήσει κανείς ή να αρχίσει να συμμετέχει σε κάτι, όπως μια δραστηριότητα, μια διαδικασία ή μια ομάδα. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία περιπτώσεων και μπορεί να αναφέρεται σε ατομικές πρωτοβουλίες ή διαδικασίες, όπως η εκπαίδευση, τα χόμπι ή οι επαγγελματικές ευκαιρίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Me quiero iniciar en la fotografía.
Θέλω να αρχίσω τη φωτογραφία.
Ella se inician en una nueva carrera.
Αυτή ξεκινά μια νέα καριέρα.
Ellos se iniciaron en el yoga el mes pasado.
Αυτοί ξεκίνησαν το γιόγκα τον περασμένο μήνα.
Η λέξη "iniciarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες σημειώσεις περιλαμβάνουν:
Ejemplo: Voy a iniciarme en el arte de cocinar.
Θα αρχίσω την τέχνη της μαγειρικής.
Iniciarse en una disciplina: να ξεκινήσεις μια βαθύτερη ενασχόληση με μια συγκεκριμένη τομέα.
Ejemplo: Decidí iniciarme en la meditación.
Αποφάσισα να ξεκινήσω τον διαλογισμό.
Iniciarse en el mundo laboral: να αρχίσεις να εργάζεσαι.
Η λέξη "iniciarse" προέρχεται από το λατινικό "initiare", το οποίο σημαίνει "να αρχίσει" ή "να εισέλθει". Το "in-" είναι πρόθεμα που υποδηλώνει "μέσα" ή "σε", και το "facere" σημαίνει "να κάνω".
Συνώνυμα: - Comenzar (να ξεκινήσω) - Empezar (να αρχίσω) - Entrar (να εισέλθω)
Αντώνυμα: - Terminar (να τελειώσω) - Concluir (να ολοκληρώσω) - Acabar (να ολοκληρώσω)