inigualable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inigualable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inigualable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inigualable" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /iniɣwaˈlaβle/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inigualable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα άλλο, που είναι μοναδικό ή απαράμιλλο. Χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, προφορική και γραπτή γλώσσα, αλλά γενικά έχει πιο συχνή χρήση σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su talento es inigualable en el mundo del arte.
  2. Το ταλέντο της είναι απαράμιλλο στον κόσμο της τέχνης.

  3. Este paisaje es inigualable, nunca he visto algo tan hermoso.

  4. Αυτό το τοπίο είναι αξεπέραστο, ποτέ δεν έχω δει κάτι τόσο όμορφο.

  5. La atención al cliente en ese hotel es inigualable.

  6. Η εξυπηρέτηση πελατών σε αυτό το ξενοδοχείο είναι ανυπέρβλητη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inigualable" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες επισημαίνουν την μοναδικότητα ή την ανυπέρβλητη ποιότητα.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Tiene una belleza inigualable, difícil de encontrar en otras personas.
  2. Έχει μια απαράμιλλη ομορφιά, δύσκολη να βρεθεί σε άλλους ανθρώπους.

  3. Su generosidad es inigualable en nuestra comunidad.

  4. Η γενναιοδωρία του είναι ανυπέρβλητη στην κοινότητά μας.

  5. Este evento ofrece experiencias inigualables para todos los asistentes.

  6. Αυτή η εκδήλωση προσφέρει απαράμιλλες εμπειρίες για όλους τους συμμετέχοντες.

  7. La calidad de este producto es inigualable, lo recomiendo sin dudar.

  8. Η ποιότητα αυτού του προϊόντος είναι απαράμιλλη, το προτείνω χωρίς αμφιβολία.

  9. Su dedicación al trabajo es inigualable, siempre da lo mejor de sí.

  10. Η αφοσίωσή του στη δουλειά είναι ανυπέρβλητη, πάντα δίνει τον καλύτερό του εαυτό.

  11. Este libro tiene una narrativa inigualable que cautiva a los lectores.

  12. Αυτό το βιβλίο έχει μια απαράμιλλη αφήγηση που συναρπάζει τους αναγνώστες.

Ετυμολογία

Η λέξη "inigualable" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, από την πρόθεση "in-" (που σημαίνει "όχι") και τη ρίζα "igual" (που σημαίνει "ισάξιος" ή "ισότιμος") με την προσθήκη του καταλήκτου "-able" που υποδηλώνει κάτι που είναι ικανό ή δυνατό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incomparable - insuperable - singular

Αντώνυμα: - igual - comparable - común



23-07-2024