Η λέξη "injerencia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /inxeˈɾenθja/
Η λέξη "injerencia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της παρέμβασης ή της ανάμειξης σε μια κατάσταση ή ζήτημα, ιδιαίτερα σε νομικά ή πολιτικά πλαίσια. Στηγλώσσα τα Ισπανικά, συχνά συνδέεται με τον έλεγχο ή την επιρροή που κάποιος ή κάτι μπορεί να έχει σε άλλους. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και πολιτικά κείμενα.
Η παρέμβαση ξένων στα εσωτερικά θέματα της χώρας είναι πολύ επικριτική.
La injerencia en la vida privada de las personas debería ser limitada.
Η λέξη "injerencia" αναφέρεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι απαράδεκτη κάθε παρέμβαση στην αυτονομία της επιχείρησης.
La injerencia política ha afectado negativamente al desarrollo económico.
Η πολιτική παρέμβαση έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη.
Nadie quiere ver la injerencia de medios en la justicia.
Κανείς δεν θέλει να δει την παρέμβαση των ΜΜΕ στη δικαιοσύνη.
Su injerencia en el equipo provocó varios conflictos.
Η λέξη "injerencia" προέρχεται από το ρήμα "injerir", το οποίο σημαίνει να παρέμβεις, και έχει λατινικές ρίζες, πιο συγκεκριμένα από την λέξη "ingerere".
Συνώνυμα: - intervención - influencia - intrusión
Αντώνυμα: - independencia - autonomía - desinterés