Το "injerir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [inxeˈɾiɾ].
Η μετάφραση του "injerir" στα ελληνικά είναι: - εισάγω - επεμβαίνω
Η λέξη "injerir" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη δράση της εισαγωγής ή της παρέμβασης σε μια κατάσταση, γεγονός ή διαδικασία. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη αναφέρεται συχνά στην παρέμβαση σε προσωπικά ζητήματα ή σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Είναι συνηθισμένο οι γονείς να επεμβαίνουν στα προβλήματα των παιδιών τους.
El gobierno decidió injerir en la economía para estabilizarla.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει στην οικονομία για να την σταθεροποιήσει.
No es adecuado injerir en la vida privada de los demás.
Η λέξη "injerir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Δεν θα έπρεπε να επεμβαίνεις σε θέματα που δεν σε αφορούν.
Es mejor no injerir en la discusión si no tienes toda la información.
Καλύτερα είναι να μην παρεμβαίνεις στη συζήτηση αν δεν έχεις όλες τις πληροφορίες.
A veces es necesario injerir para ayudar a alguien en apuros.
Κάποιες φορές είναι αναγκαίο να παρέμβεις για να βοηθήσεις κάποιον σε δύσκολη θέση.
Trato de no injerir en las decisiones de mis amigos.
Προσπαθώ να μην επεμβαίνω στις αποφάσεις των φίλων μου.
La tendencia a injerir en las relaciones ajenas puede dañar la confianza.
Η λέξη "injerir" προέρχεται από το λατινικό "injicere", που σημαίνει "εισάγω" ή "ρίχνω μέσα". Ο συνδυασμός του "in-" (μέσα) και "gerere" (φέρνω, φέρω) σχημάτισε την έννοια της εισαγωγής ή της παρέμβασης.
Συνώνυμα: - Intervenir - Introducir
Αντώνυμα: - Retirar - Alejar
Αυτές οι πληροφορίες βασίζονται στην χρήση και την σημασία της λέξης "injerir" στην ισπανική γλώσσα.