injerir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

injerir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "injerir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [inxeˈɾiɾ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η μετάφραση του "injerir" στα ελληνικά είναι: - εισάγω - επεμβαίνω

Σημασία της λέξης

Η λέξη "injerir" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη δράση της εισαγωγής ή της παρέμβασης σε μια κατάσταση, γεγονός ή διαδικασία. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη αναφέρεται συχνά στην παρέμβαση σε προσωπικά ζητήματα ή σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es común que los padres injerir en los problemas de sus hijos.
  2. Είναι συνηθισμένο οι γονείς να επεμβαίνουν στα προβλήματα των παιδιών τους.

  3. El gobierno decidió injerir en la economía para estabilizarla.

  4. Η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει στην οικονομία για να την σταθεροποιήσει.

  5. No es adecuado injerir en la vida privada de los demás.

  6. Δεν είναι κατάλληλο να εισέρχεσαι στην ιδιωτική ζωή των άλλων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "injerir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. No deberías injerir en asuntos que no te conciernen.
  2. Δεν θα έπρεπε να επεμβαίνεις σε θέματα που δεν σε αφορούν.

  3. Es mejor no injerir en la discusión si no tienes toda la información.

  4. Καλύτερα είναι να μην παρεμβαίνεις στη συζήτηση αν δεν έχεις όλες τις πληροφορίες.

  5. A veces es necesario injerir para ayudar a alguien en apuros.

  6. Κάποιες φορές είναι αναγκαίο να παρέμβεις για να βοηθήσεις κάποιον σε δύσκολη θέση.

  7. Trato de no injerir en las decisiones de mis amigos.

  8. Προσπαθώ να μην επεμβαίνω στις αποφάσεις των φίλων μου.

  9. La tendencia a injerir en las relaciones ajenas puede dañar la confianza.

  10. Η τάση να παρεμβαίνεις σε ξένες σχέσεις μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "injerir" προέρχεται από το λατινικό "injicere", που σημαίνει "εισάγω" ή "ρίχνω μέσα". Ο συνδυασμός του "in-" (μέσα) και "gerere" (φέρνω, φέρω) σχημάτισε την έννοια της εισαγωγής ή της παρέμβασης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Intervenir - Introducir

Αντώνυμα: - Retirar - Alejar

Αυτές οι πληροφορίες βασίζονται στην χρήση και την σημασία της λέξης "injerir" στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024