injertar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

injertar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "injertar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "injertar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.xer.ˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "injertar" σημαίνει κυρίως να εμβολιάζεις ένα φυτό ή να εισάγεις κάτι σε ένα άλλο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής (π.χ. όταν μιλούν για μεταμοσχεύσεις) και της γεωργίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό και επίσημο πλαίσιο, αν και υπάρχουν και περιπτώσεις στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικές ή επιστημονικές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "El médico decidió injertar un riñón compatible en el paciente."
  2. "Ο γιατρός αποφάσισε να εμβολιάσει έναν συμβατό νεφρό στον ασθενή."

  3. "Para mejorar la producción, los agricultores injertan variedades de frutas."

  4. "Για να βελτιώσουν την παραγωγή, οι αγρότες εμβολιάζουν ποικιλίες φρούτων."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "injertar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της εισαγωγής ή της ενοποίησης:

  1. "Injertar ideas"
  2. "Εμβολιάζω ιδέες" σημαίνει να ενσωματώσω ή να αναμείξω διαφορετικές ιδέες.
  3. "Es importante injertar ideas innovadoras en el proyecto."

    • "Είναι σημαντικό να εμβολιάσουμε καινοτόμες ιδέες στο έργο."
  4. "Injertar conocimientos"

  5. "Εμβολιάζω γνώσεις" σημαίνει να περνάω γνώσεις ή εμπειρίες σε άλλους.
  6. "Los profesores deben injertar conocimientos prácticos en la teoría."

    • "Οι καθηγητές πρέπει να εμβολιάσουν πρακτικές γνώσεις στη θεωρία."
  7. "Injertar tradiciones"

  8. "Εμβολιάζω παραδόσεις" σημαίνει να διατηρώ ή να συνδυάζω παραδόσεις σε σύγχρονα πλαίσια.
  9. "Es esencial injertar tradiciones en la cultura moderna."
    • "Είναι ουσιώδες να εμβολιάζουμε παραδόσεις στη σύγχρονη κουλτούρα."

Ετυμολογία

Η λέξη "injertar" προέρχεται από το λατινικό "inserere", που σημαίνει να εισάγεις ή να τοποθετείς κάτι μέσα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Ejectar (εξάγω) - Insertar (εισάγω)

Αντώνυμα: - Sacar (βγάζω) - Separar (χωρίζω)



23-07-2024