Το "injertar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "injertar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.xer.ˈtaɾ/
Η λέξη "injertar" σημαίνει κυρίως να εμβολιάζεις ένα φυτό ή να εισάγεις κάτι σε ένα άλλο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής (π.χ. όταν μιλούν για μεταμοσχεύσεις) και της γεωργίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό και επίσημο πλαίσιο, αν και υπάρχουν και περιπτώσεις στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
"Ο γιατρός αποφάσισε να εμβολιάσει έναν συμβατό νεφρό στον ασθενή."
"Para mejorar la producción, los agricultores injertan variedades de frutas."
Το "injertar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της εισαγωγής ή της ενοποίησης:
"Es importante injertar ideas innovadoras en el proyecto."
"Injertar conocimientos"
"Los profesores deben injertar conocimientos prácticos en la teoría."
"Injertar tradiciones"
Η λέξη "injertar" προέρχεται από το λατινικό "inserere", που σημαίνει να εισάγεις ή να τοποθετείς κάτι μέσα.
Συνώνυμα: - Ejectar (εξάγω) - Insertar (εισάγω)
Αντώνυμα: - Sacar (βγάζω) - Separar (χωρίζω)