injerto: ουσιαστικό.
/inˈxeɾto/
Η λέξη injerto αναφέρεται σε ένα μόσχευμα ή μια διαδικασία εμφύτευσης, όπου ιστός ή όργανο μεταφέρεται από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο. Στα ιατρικά πλαίσια, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία μεταμόσχευσης οργάνων ή ιστών. Στην γενική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γεωργικές ή κηπουρικές εφαρμογές για να περιγράψει την τεχνική που περιλαμβάνει την ένωση δύο φυτών.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε ιατρικά και γεωργικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
"El injerto de riñón es una cirugía compleja."
(Η μεταμόσχευση του νεφρού είναι μια σύνθετη χειρουργική επέμβαση.)
"Utilizamos un injerto de planta para mejorar la producción."
(Χρησιμοποιούμε ένα μόσχευμα φυτού για να βελτιώσουμε την παραγωγή.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη injerto χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά δεν είναι πολλαπλές όπως με άλλες λέξεις. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές χρήσεις:
"Es un injerto que necesita cuidados."
(Είναι ένα μόσχευμα που χρειάζεται φροντίδα.)
"El injerto que hice resultó exitoso."
(Το μόσχευμα που έκανα ήταν επιτυχές.)
Η λέξη injerto προέρχεται από το λατινικό "insertum", που σημαίνει "να εισαχθεί" ή "να τοποθετηθεί μέσα", το οποίο αναφέρεται στην πράξη της τοποθέτησης κάποιου ιστού ή οργανισμού μέσα σε άλλο.
Αυτή η πληροφορία είναι χρήσιμη για να κατανοήσετε καλύτερα τη λέξη injerto και τις χρήσεις της στη γλώσσα Ισπανικά.