Η λέξη injusticia αναφέρεται σε κατάσταση ή πράξη που είναι άδικη ή καταχρηστική, όπου τα δικαιώματα κάποιου παραβιάζονται ή δεν τηρούνται οι κανόνες δικαιοσύνης. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική γλώσσα, αλλά και στην καθημερινή ομιλία, κυρίως για να περιγράψει κοινωνικά προβλήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σημαντική και συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα, βιβλία και νομικά έγγραφα.
La injusticia de la sentencia fue evidente para todos.
(Η αδικία της απόφασης ήταν προφανής για όλους.)
La sociedad debe luchar contra cada forma de injusticia.
(Η κοινωνία πρέπει να αγωνίζεται ενάντια σε κάθε μορφή αδικίας.)
Muchas personas sufren a causa de la injusticia social.
(Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν λόγω της κοινωνικής αδικίας.)
Η λέξη injusticia χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Es una injusticia que la gente no tenga acceso a la educación.
(Είναι μια αδικία που οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση.)
La injusticia no tiene límites, pero la lucha por la igualdad es constante.
(Η αδικία δεν έχει όρια, αλλά η μάχη για την ισότητα είναι συνεχής.)
Denunciar la injusticia es un deber de todos los ciudadanos.
(Να καταγγέλλεις την αδικία είναι καθήκον όλων των πολιτών.)
A veces, la injusticia se presenta en formas sutiles que pasan desapercibidas.
(Κάποιες φορές, η αδικία εκδηλώνεται με λεπτούς τρόπους που περνούν απαρατήρητοι.)
Η λέξη injusticia προέρχεται από το λατινικό "injustitia", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και την λέξη "justitia" (δικαιοσύνη).