Η λέξη "injusto" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /inˈxu.sto/
Η λέξη "injusto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι δίκαιο, που παραβιάζει τις αρχές της δικαιοσύνης ή της ισότητας. Συχνά συναντάται σε νομικά πλαίσια, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις, όπου μπορεί να αναφέρεται σε αδικίες ή ανισότητες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα, άρθρα και νομικά κείμενα.
Ο δικαστής θεώρησε ότι η απόφαση ήταν άδικη.
Es injusto que algunos tengan más derechos que otros.
Είναι άδικο ότι μερικοί έχουν περισσότερα δικαιώματα από άλλους.
La manera en que trataron al acusado fue injusta.
Η λέξη "injusto" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που εκφράζουν έντονα συναισθήματα σχετικά με την αδικία.
Είναι σαν να ζεις σε έναν άδικο κόσμο.
Me parece injusto que la verdad no se reconozca.
Μου φαίνεται άδικο ότι η αλήθεια δεν αναγνωρίζεται.
La vida es a veces extremadamente injusta.
Η λέξη "injusto" προέρχεται από το λατινικό "injustus", όπου το "in-" σημαίνει "μη" και το "justus" σημαίνει "δίκαιος". Έτσι, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει "μη δίκαιος".
Συνώνυμα: - desigual - inadmisible - injustificada
Αντώνυμα: - justo - equitativo - recto