inmaculado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inmaculado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inmaculado" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [in.ma.kuˈla.ðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inmaculado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εντελώς καθαρό, χωρίς κηλίδες ή ατέλειες. Συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως για να αναφερθεί σε ένα "inmaculado corazón" (αμόλυντη καρδιά) ή σε ένα "inmaculado vestido" (καθαρό φόρεμα). Η χρήση της είναι κοινή και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, με ιδιαίτερη συχνότητα σε λογοτεχνικά ή θρησκευτικά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La casa estaba inmaculada después de la limpieza.
    (Το σπίτι ήταν αμόλυντο μετά τον καθαρισμό.)

  2. Su vestido de novia era inmaculado y perfecto.
    (Το νυφικό της ήταν αψεγάδιαστο και τέλειο.)

  3. El inmaculado cielo azul reflejaba la belleza del día.
    (Ο αμόλυντος μπλε ουρανός αντάνακλα την ομορφιά της ημέρας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inmaculado" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που εκφράζουν καθαρότητα ή τελειότητα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:

  1. Tener un inmaculado sentido del estilo.
    (Έχω έναν αμόλυντο αίσθηση του στυλ.)

  2. Su comportamiento es inmaculado en todo momento.
    (Η συμπεριφορά της είναι αψεγάδιαστη σε κάθε στιγμή.)

  3. La inmaculada naturaleza del paisaje me dejó sin palabras.
    (Η αμόλυντη φύση του τοπίου με άφησε άφωνο.)

  4. Un inmaculado registro en su historial académico.
    (Ένα αμόλυντο μητρώο στην ακαδημαϊκή του ιστορία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "inmaculado" προέρχεται από τη λατινική λέξη "immaculatus", η οποία αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (μη) και "maculatus" (λερωμένος ή κηλιδωμένος).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - puro (καθαρός) - limpio (καθαρός) - intachable (αψεγάδιαστος)

Αντώνυμα: - manchado (λερωμένος) - corrupto (διαφθαρμένος) - imperfecto (ατελής)



23-07-2024