Η λέξη "inmaduro" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inmaduro" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /in.maˈðu.ɾo/.
Η λέξη "inmaduro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν έχει φτάσει στην πλήρη ωριμότητα, είτε αυτό αφορά ανθρώπους (π.χ. ανώριμη συμπεριφορά) είτε αντικείμενα (π.χ. ανώριμα φρούτα). Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση του είναι συχνή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Su comportamiento fue inmaduro durante la reunión.
(Η συμπεριφορά του ήταν ανώριμη κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Los plátanos están inmaduros y no se pueden comer aún.
(Οι μπανάνες είναι ανώριμες και δεν μπορούν να φαγωθούν ακόμα.)
Η λέξη "inmaduro" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάποιες κοινοτοπίες ή εκφράσεις για να τονίσει την ανώριμη συμπεριφορά.
Actuar de manera inmadura en situaciones serias no es recomendable.
(Η ανώριμη συμπεριφορά σε σοβαρές καταστάσεις δεν είναι σκόπιμη.)
La inmadurez emocional puede afectar las relaciones personales.
(Η συναισθηματική ανωριμότητα μπορεί να επηρεάσει τις προσωπικές σχέσεις.)
Es importante dejar atrás la inmadurez cuando se entra en la vida adulta.
(Είναι σημαντικό να αφήσουμε πίσω την ανωριμότητα όταν εισέρχομαστε στην ενήλικη ζωή.)
Η λέξη "inmaduro" προέρχεται από το λατινικό μ.χ. "immaturus", που συνίσταται από το πρόθεμα "in-" που σημαίνει "όχι" και τη λέξη "maturus" που σημαίνει "ώριμος".
Συνώνυμα:
- Prematuro (πρώιμος)
- Inexperto (άπειρος)
Αντώνυμα:
- Maduro (ώριμος)
- Experto (έμπειρος)