Το "inmejorable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "inmejorable" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /in.me.xoˈɾa.βle/.
Το "inmejorable" σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να γίνει καλύτερο ή το καλύτερο δυνατό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή αντικείμενα που θεωρούνται αμπρόβλητα λόγω των εξαιρετικών ποιοτήτων τους. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης του "inmejorable" είναι αρκετά υψηλή, και απαντάται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και σε γραπτές επικοινωνίες.
Αυτή η φαγητό είναι αξεπέραστο.
Su actuación fue inmejorable.
Η ερμηνεία του ήταν ανυπέρβλητη.
El paisaje de la montaña es inmejorable.
Το "inmejorable" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Η εξυπηρέτηση σε αυτό το εστιατόριο είναι αξεπέραστη.
La calidad de este producto es inmejorable.
Η ποιότητα αυτού του προϊόντος είναι αξεπέραστη.
Su compromiso con la causa es inmejorable.
Η δέσμευσή του για την υπόθεση είναι ανυπέρβλητη.
El evento tuvo una organización inmejorable.
Η εκδήλωση είχε αξεπέραστη οργάνωση.
La vista desde la cima es inmejorable.
Η λέξη "inmejorable" προέρχεται από την σύνθεση του "mejor" (καλύτερος) με το πρόθεμα "in-" που υποδηλώνει άρνηση. Συνεπώς, η έννοια της λέξης είναι "μη καλύτερος", δηλαδή κάτι που δεν μπορεί να έχει ανώτερη ποιότητα.
Συνώνυμα: - Αξεπέραστο - Άριστο - Ανυπέρβλητο
Αντώνυμα: - Βαθύτερο - Χειρότερο - Κατώτερο