Ρήμα
[in.men.siˈðað]
Η λέξη "inmensidad" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εξαιρετικά μεγάλο ή απέραντο, συνήθως σε διάστημα, χώρο ή ποσότητα. Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα context, και είναι συχνά παρούσα και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, χωρίς να προτιμάται μία μορφή πάνω στην άλλη.
La inmensidad del océano me asombra.
Η απεραντοσύνη του ωκεανού με εκπλήσει.
A veces, la inmensidad del cielo me hace reflexionar sobre la vida.
Μερικές φορές, η απεραντοσύνη του ουρανού με κάνει να αναλογίζομαι για τη ζωή.
La inmensidad de la naturaleza es verdaderamente impresionante.
Η απεραντοσύνη της φύσης είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Η λέξη "inmensidad" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε απεριόριστες ή απέραντες δυνατότητες ή συναισθήματα.
En la inmensidad del amor, encontramos la verdadera felicidad.
Στην απεραντοσύνη της αγάπης, βρίσκουμε την αληθινή ευτυχία.
La inmensidad de posibilidades: Αναφέρεται σε απερίόριστες δυνατότητες ή ευκαιρίες.
En la inmensidad de posibilidades, siempre hay una opción correcta.
Στην απεραντοσύνη των δυνατοτήτων, πάντα υπάρχει μια σωστή επιλογή.
Inmensidad de emociones: Αναφέρεται σε μια ισχυρή ή πληθωρική συναισθηματική εμπειρία.
Η λέξη "inmensidad" προέρχεται από το λατινικό "inmensitas", με την πρόθεση "in-" που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς" και τη ρίζα "mensura" που σημαίνει "μέτρηση". Ουσιαστικά, υποδηλώνει κάτι που δεν μπορεί να μετρηθεί ή είναι πέρα από μετρήσεις.
Συνώνυμα: - vastedad - amplitud - extensión
Αντώνυμα: - estrechez - limitación - escasez