Adjetivo (Επίθετο)
/imˈmenso/
Η λέξη "inmenso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ μεγάλο ή εκτείνεται σε μεγάλο μέγεθος. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί έντονα συναισθήματα ή εντυπωσιάζει. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El océano es inmenso y lleno de misterios.
(Ο ωκεανός είναι απέραντος και γεμάτος μυστικά.)
Tengo un inmenso respeto por tu trabajo.
(Έχω τεράστιο σεβασμό για τη δουλειά σου.)
La inmensa montaña se alza sobre el paisaje.
(Η αχανής βουνίσια περιοχή υψώνεται πάνω από το τοπίο.)
Η λέξη "inmenso" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συναφείς φράσεις για να εκφράσει έντονα συναισθήματα ή εντυπωσιακές καταστάσεις.
Un inmenso corazón.
(Μια τεράστια καρδιά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη ή καλή προσωπικότητα.
Inmensa alegría.
(Απέραντη χαρά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια έντονα χαρούμενη κατάσταση.
Inmensa tristeza.
(Τεράστια θλίψη.)
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια βαθιά ή έντονη θλίψη.
Sentir un inmenso alivio.
(Νιώθω τεράστια ανακούφιση.)
Για να εκφράσετε την αίσθηση ανακούφισης σε μια δύσκολη κατάσταση.
Un inmenso océano de posibilidades.
(Ένας τεράστιος ωκεανός δυνατοτήτων.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλές ευκαιρίες ή επιλογές.
Η λέξη "inmenso" προέρχεται από το λατινικό "inmensus", που σημαίνει "απεριόριστος", "συναιρεμένος". Το "in-" σημαίνει "μη" και το "mensus" προέρχεται από το "metiri", που σημαίνει "μετράω".
Συνώνυμα: - enorme - vasto - gigante
Αντώνυμα: - pequeño - reducido - limitado