Το "inmerso" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή του "inmerso" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /inˈmeɾ.so/
Η λέξη "inmerso" σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος έχει βυθιστεί ή έχει ενσωματωθεί πλήρως σε μια κατάσταση ή περιβάλλον. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά πλαίσια, όπως λογοτεχνία ή επιστημονικές αναφορές.
Él está inmerso en sus pensamientos.
(Αυτός είναι βυθισμένος στις σκέψεις του.)
La empresa está inmersa en una crisis económica.
(Η επιχείρηση είναι βυθισμένη σε μια οικονομική κρίση.)
Los estudiantes están inmersos en su estudio para los exámenes.
(Οι φοιτητές είναι βυθισμένοι στη μελέτη τους για τις εξετάσεις.)
Το "inmerso" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Estar inmerso en un proyecto.
(Βρίσκομαι βυθισμένος σε ένα έργο.)
Inmerso en la cultura local.
(Βυθισμένος στην τοπική κουλτούρα.)
Inmerso en un océano de información.
(Βυθισμένος σε έναν ωκεανό πληροφοριών.)
Estar inmerso en un mar de problemas.
(Βρίσκομαι βυθισμένος σε μια θάλασσα προβλημάτων.)
Η λέξη προέρχεται από το μπασκελική ρίζα "immergere", που σημαίνει "βυθίζω". Η χρήση της βάλλεται από την ανάγκη να περιγράψει καταστάσεις βαθιάς ενασχόλησης ή εμπλοκής.