Inmigrante είναι ουσιαστικό.
[in.miˈɣɾan.te]
Η λέξη inmigrante αναφέρεται σε ένα άτομο που μετακομίζει από τη μία χώρα ή περιοχή σε άλλη, συνήθως για λόγους εργασίας, σπουδών ή για καλύτερες συνθήκες ζωής. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων των νομικών και κοινωνικών συζητήσεων.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η συχνότητα χρήσης της λέξης inmigrante είναι υψηλή, ιδίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με κοινωνικές επιστήμες ή πολιτική. Εμφανίζεται επίσης συχνά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με τη μετανάστευση.
El inmigrante llegó a España buscando una vida mejor.
(Ο μετανάστης ήρθε στην Ισπανία ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή.)
Muchos inmigrantes enfrentan desafíos al adaptarse a su nuevo país.
(Πολλοί μετανάστες αντιμετωπίζουν προκλήσεις κατά την προσαρμογή τους στη νέα τους χώρα.)
El gobierno implementó nuevas políticas para ayudar a los inmigrantes.
(Η κυβέρνηση εφάρμοσε νέες πολιτικές για να βοηθήσει τους μετανάστες.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη inmigrante χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που περιγράφουν τη ζωή και τις προκλήσεις των μεταναστών.
El sueño inmigrante.
(Το όνειρο του μετανάστη.)
Αναφέρεται στην επιθυμία των μεταναστών να βελτιώσουν τη ζωή τους σε μια νέα χώρα.
La carga del inmigrante.
(Το βάρος του μετανάστη.)
Υποδηλώνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες κατά την εγκατάσταση σε ένα νέο περιβάλλον.
El viaje de un inmigrante.
(Το ταξίδι ενός μετανάστη.)
Αναφέρεται στις εμπειρίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μετανάστευσης.
Inmigrante y familia.
(Μετανάστης και οικογένεια.)
Αντικατοπτρίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες ώστε να διατηρήσουν τους οικογενειακούς δεσμούς κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης.
Η λέξη inmigrante προέρχεται από το λατινικό immigrantem, που είναι το αιτιατικό του immigrans, το οποίο σημαίνει "αυτός που μεταναστεύει". Σημαίνει "να εισέλθω" σε μία χώρα ή περιοχή.
Συνώνυμα:
- extranjero (ξένος)
- forastero (αλλοδαπός)
Αντώνυμα:
- nativo (ντόπιος)
- residente (κάτοικος)