inmigrante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inmigrante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Inmigrante είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[in.miˈɣɾan.te]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη inmigrante αναφέρεται σε ένα άτομο που μετακομίζει από τη μία χώρα ή περιοχή σε άλλη, συνήθως για λόγους εργασίας, σπουδών ή για καλύτερες συνθήκες ζωής. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων των νομικών και κοινωνικών συζητήσεων.

Στη γλώσσα Ισπανικά, η συχνότητα χρήσης της λέξης inmigrante είναι υψηλή, ιδίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με κοινωνικές επιστήμες ή πολιτική. Εμφανίζεται επίσης συχνά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με τη μετανάστευση.

Παραδείγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη

Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη inmigrante χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που περιγράφουν τη ζωή και τις προκλήσεις των μεταναστών.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη inmigrante προέρχεται από το λατινικό immigrantem, που είναι το αιτιατικό του immigrans, το οποίο σημαίνει "αυτός που μεταναστεύει". Σημαίνει "να εισέλθω" σε μία χώρα ή περιοχή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- extranjero (ξένος) - forastero (αλλοδαπός)

Αντώνυμα:
- nativo (ντόπιος) - residente (κάτοικος)



23-07-2024