Η λέξη "inminente" στα Ισπανικά αναφέρεται σε κάτι που είναι κοντά να συμβεί ή που είναι αναπόφευκτο. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων τόσο γενικών όσο και ιατρικών. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές όταν περιγράφεται η επερχόμενη κατάσταση ή γεγονός.
Η καταιγίδα είναι επικείμενη.
Un cambio en la política es inminente.
Η λέξη "inminente" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε καταστάσεις που πρόκειται να συμβούν:
Ο κίνδυνος είναι άμεσος.
La decisión es inminente y no se puede retrasar.
Η απόφαση είναι επικείμενη και δεν μπορεί να καθυστερήσει.
El avance del tratamiento es inminente.
Η πρόοδος της θεραπείας είναι επικείμενη.
En situaciones de crisis, la ayuda es inminente.
Σε περιπτώσεις κρίσης, η βοήθεια είναι άμεση.
Su llegada es inminente, debemos prepararnos.
Η λέξη "inminente" προέρχεται από το λατινικό "inminent-em," που σημαίνει "που πλησιάζει ή που προσεγγίζεται".
Αυτή η πληροφορία προσφέρει μια ολοκληρωμένη άποψη για τη λέξη "inminente" και τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.