Το "inmiscuirse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /in.mis.kuˈiɾ.se/
Η λέξη "inmiscuirse" σημαίνει να αναμειγνύεσαι ή να εισέρχεσαι σε ένα θέμα ή σε μια κατάσταση που δεν σε αφορά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να παρέμβεις ή να μπλέκεις σε υποθέσεις άλλων ανθρώπων, συχνά με αρνητική χροιά. Η λέξη χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς (προφορικός και γραπτός), αλλά παρατηρείται περισσότερη συχνότητα στον γραπτό λόγο.
Είναι καλύτερο να μην αναμιγνύεσαι στα προβλήματα των άλλων.
No me gusta que te inmiscuya en mis asuntos personales.
Δεν μου αρέσει που μπλέκεσαι στα προσωπικά μου θέματα.
Inmiscuirse en la política puede causar muchos conflictos.
Η λέξη "inmiscuirse" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
(Είναι απερίσκεπτο να εμπλέκεσαι σε καβγάδες που δεν σε αφορούν.)
No te inmiscuas en mis decisiones.
(Εννοώντας ότι δεν θέλει αξιολογήσεις ή παρεμβάσεις.)
Él suele inmiscuirse en los asuntos de su familia.
(Σημαίνει ότι έχει την τάση να εμπλέκεται πολύ.)
Inmiscuirse en cosas que no te competen es contraproducente.
Η λέξη "inmiscuirse" προέρχεται από το λατινικό "miscere," που σημαίνει "αναμιγνύω" ή "ανάμειξη". Το πρόθεμα "in-" υποδεικνύει την έννοια της ενοχής ή της παρέμβασης.
Συνώνυμα: - Interferir (παρεμβαίνω) - Mezclarse (αναμειγνύομαι)
Αντώνυμα: - Mantenerse al margen (παραμένω εκτός) - Respetar (σέβομαι)