Η λέξη "inmobiliaria" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inmobiliaria" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /in.mobi.liˈa.ɾja/.
Η λέξη "inmobiliaria" αναφέρεται γενικά σε οτιδήποτε σχετίζεται με ακίνητη περιουσία, όπως η αγορά, πώληση ή ενοικίαση ακινήτων. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα του εμπορίου ακινήτων και της νομικής πιστοποιητικής διαδικασίας που αφορά ακίνητα στη Λατινική Αμερική.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και παρατηρείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά ή νομικά κείμενα.
Η μεσιτική εταιρεία προσφέρει διάφορες επιλογές ακινήτων.
Hemos decidido contratar una inmobiliaria para vender nuestra casa.
Αποφασίσαμε να προσλάβουμε μια μεσιτική εταιρεία για να πουλήσουμε το σπίτι μας.
La inmobiliaria es responsable de todo el proceso de compra.
Η λέξη "inmobiliaria" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με τον τομέα των ακινήτων:
Η εργασία στην αγορά ακινήτων είναι πολύ ανταγωνιστική.
La crisis inmobiliaria afectó a muchas familias.
Η κρίση των ακινήτων επηρέασε πολλές οικογένειες.
Firmar un contrato inmobiliario requiere de asesoría legal.
Η υπογραφή ενός συμβολαίου ακινήτων απαιτεί νομική συμβουλή.
Los precios del mercado inmobiliario están en aumento.
Οι τιμές της αγοράς ακινήτων είναι σε αύξηση.
Investigamos varias inmobiliarias antes de comprar.
Η λέξη "inmobiliaria" προέρχεται από τη λατινική λέξη "immobilis", που σημαίνει "στατικός" ή "μη κινητός". Το επίθημα "-aria" αναφέρεται σε ένα επαγγελματικό ή επιχειρηματικό πεδίο. Στην Ισπανική, συνδυάζει την έννοια του ακινήτου με την έννοια του εμπορίου ή της υπηρεσίας.
Συνώνυμα: - agencia inmobiliaria (μεσιτική πρακτορεία) - empresa de bienes raíces (εταιρεία ακίνητης περιουσίας)
Αντώνυμα: - mueble (κινητό αντικείμενο) - bien mueble (κινητή περιουσία)