Επίθετο
[in.mobi.liˈa.ɾjo]
Η λέξη "inmobiliario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με ακινήτα, την αγορά ή πώληση ακινήτων και τις υπηρεσίες που σχετίζονται με αυτά. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στον τομέα της οικονομίας και του νόμου, ιδιαίτερα σε σχέση με τον τομέα των ακινήτων.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά έγγραφα, άρθρα σχετικά με οικονομία και ακινήτα, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
"El mercado inmobiliario está en constante cambio."
(Η αγορά ακινήτων βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή.)
"Los agentes inmobiliarios ofrecen asesoramiento a los compradores."
(Οι μεσίτες ακινήτων προσφέρουν συμβουλές στους αγοραστές.)
"Es importante entender los contratos inmobiliarios antes de firmarlos."
(Είναι σημαντικό να κατανοήσετε τα νομικά έγγραφα ακινήτων πριν τα υπογράψετε.)
Η λέξη "inmobiliario" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την αγορά ακινήτων.
"El negocio inmobiliario tiene grandes oportunidades de crecimiento."
(Η επιχείρηση ακινήτων έχει μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης.)
"Las inversiones inmobiliarias son consideradas seguras."
(Οι επενδύσεις σε ακίνητα θεωρούνται ασφαλείς.)
"El desarrollo inmobiliario en la región ha aumentado en los últimos años."
(Η ανάπτυξη ακινήτων στην περιοχή έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.)
"Los precios del mercado inmobiliario fluctúan dependiendo de la demanda."
(Οι τιμές της αγοράς ακινήτων κυμαίνονται ανάλογα με τη ζήτηση.)
"El sector inmobiliario es crucial para la economía de la ciudad."
(Ο τομέας ακινήτων είναι κρίσιμος για την οικονομία της πόλης.)
Η λέξη "inmobiliario" προέρχεται από την ισπανική λέξη "inmueble", που σημαίνει "ακίνητο" και είναι συνδυασμένη με το επίθημα "-ario", που υποδηλώνει σχέση ή επαγγελματική δραστηριότητα.
Συνώνυμα:
- Kτηματομεσιτικός
- Ακίνητος
Αντώνυμα:
- Κινητός (όσον αφορά την κινητικότητα των περιουσιών, όχι ότι σχετίζεται άμεσα με την έννοια του ακινήτου αλλά περισσότερο με τις ιδιότητες του τύπου περιουσίας).