Το "inmortal" είναι εκφωνητικό επίθετο.
/in.morˈtal/
Η λέξη "inmortal" σημαίνει "αθάνατος", αναφερόμενη σε κάτι που δεν μπορεί να πεθάνει ή να εξαφανιστεί, είτε πρόκειται για ανθρώπους, πνεύματα ή ιδέες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και στην καθημερινή ομιλία, όπου μπορεί να αναφέρεται σε έννοιες σχετικές με την αθανασία ή τη διάρκεια του χρόνου.
Η λέξη χρησιμοποιείται και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα.
La obra de este escritor es considerada inmortal.
(Το έργο αυτού του συγγραφέα θεωρείται αθάνατο.)
Los mitos griegos a menudo hablan de héroes inmortales.
(Οι ελληνικοί μύθοι συχνά μιλούν για αθάνατους ήρωες.)
El amor entre ellos se sentía como algo inmortal.
(Η αγάπη ανάμεσά τους ένιωθε σαν κάτι αθάνατο.)
Η λέξη "inmortal" μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Recuerdos inmortales
(Αθάνατες αναμνήσεις)
Εκφράζει τις αναμνήσεις που μένουν στη μνήμη μας παρά τον χρόνο.
Vida inmortal
(Αθάνατη ζωή)
Συνήθως αναφέρεται σε θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις για την αθανασία της ψυχής.
Ideas inmortales
(Αθάνατες ιδέες)
Αναφέρεται σε ιδέες που παραμένουν επίκαιρες και σχετικές μέρα με τη μέρα.
Personajes inmortales
(Αθάνατοι χαρακτήρες)
Από χαρακτήρες λογοτεχνικών ή μυθικών έργων οι οποίοι είναι γνωστοί και αγαπητοί αλλά και πέρα από τον χρόνο.
Culto a los inmortales
(Λατρεία στους αθάνατους)
Αναφέρεται σε θρησκευτικές ή πολιτιστικές πρακτικές που τιμούν θεότητες ή φιγούρες που θεωρούνται αθάνατες.
Η λέξη "inmortal" προέρχεται από τα λατινικά immortalis, που είναι σύνθεση των "in-" (όχι) και "mortal" (θνητός). Έτσι, αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να πεθάνει.