Inmueble είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "inmueble" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA) είναι: /inˈmwe.βle/
Η λέξη "inmueble" αναφέρεται σε μια σταθερή περιουσία ή ακίνητο που δεν μπορεί να μετακινηθεί, όπως ένα κτίριο, μια γη ή άλλο είδος ακινήτου. Το "inmueble" χρησιμοποιείται ευρέως στις νομικές και οικονομικές συζητήσεις σχετικά με την αγορά, πώληση και διαχείριση ακινήτων. Είναι πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
El inmueble fue tasado en un millón de euros.
(Το ακίνητο εκτιμήθηκε σε ένα εκατομμύριο ευρώ.)
Estamos buscando un inmueble que tenga jardín y piscina.
(Ψάχνουμε για ένα ακίνητο που να έχει κήπο και πισίνα.)
Η λέξη "inmueble" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις σχετικά με την ακίνητη περιουσία:
Comprar inmueble es una inversión a largo plazo.
(Η αγορά ακινήτου είναι μια μακροπρόθεσμη επένδυση.)
El mercado de inmuebles ha crecido en los últimos años.
(Η αγορά ακινήτων έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.)
Es importante hacer un contrato de arrendamiento para un inmueble.
(Είναι σημαντικό να κάνετε ένα συμβόλαιο μίσθωσης για ένα ακίνητο.)
El mantenimiento del inmueble es fundamental para su valor.
(Η συντήρηση του ακινήτου είναι θεμελιώδης για την αξία του.)
Siempre consulto con un abogado antes de comprar un inmueble.
(Πάντα συμβουλεύομαι έναν δικηγόρο πριν αγοράσω ένα ακίνητο.)
Η λέξη "inmueble" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inmobiliaris", η οποία συνδυάζει το "in-" (όχι) και "mobilis" (κινητός), υποδηλώνοντας κάτι που δεν μπορεί να μετακινηθεί.
Συνώνυμα:
- Propiedad (ιδιοκτησία)
- Bien inmueble (ακίνητη περιουσία)
Αντώνυμα:
- Mueble (έπιπλο, κινητό αντικείμενο)
- Bien mueble (κίνητη περιουσία)