inmuebles: ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός του inmueble.
/inˈmueblez/
Η λέξη inmuebles αναφέρεται σε περιουσίες ή ακίνητα, όπως σπίτια, διαμερίσματα, γραφεία ή οικόπεδα. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, συχνά σχετίζεται με την αγορά, πώληση ή ενοικίαση ακινήτων. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τον τομέα των ακινήτων, των επενδύσεων και της νομοθεσίας.
Τα ακίνητα σε αυτή την περιοχή αυξάνονται σε τιμή.
Los agentes inmobiliarios se especializan en la venta de inmuebles.
Η λέξη inmuebles χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
"Η επένδυση σε ακίνητα είναι μια έξυπνη οικονομική απόφαση."
"La compra de inmuebles puede ser un buen método de ahorro a largo plazo."
"Η αγορά ακινήτων μπορεί να είναι μια καλή μέθοδος αποταμίευσης μακροπρόθεσμα."
"Los inmuebles de lujo son muy solicitados por los inversores."
"Τα πολυτελή ακίνητα είναι πολύ περιζήτητα από τους επενδυτές."
"El mercado de inmuebles ha sufrido grandes cambios en los últimos años."
Η λέξη inmueble προέρχεται από το λατινικό immobilis, που σημαίνει "μη κινητό" ή "σταθερό". Στην ισπανική γλώσσα, αναφέρεται στα ακίνητα ως αυτό που δεν μπορεί να μετακινηθεί.
Συνώνυμα: - propiedades (ακίνηση) - bienes raíces (ακίνητα)
Αντώνυμα: - muebles (έπιπλα) (αναφέρεται σε αντικείμενα που μπορούν να μετακινηθούν)