Η λέξη "inmundicia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου:
/inmunˈðisia/
Η λέξη "inmundicia" αναφέρεται σε κατάσταση βρωμιάς ή ακαθαρσίας, είτε σε φυσικό είτε σε μεταφορικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι βρώμικο, ακατάστατο ή μη καθαρό. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικό λόγο, ειδικά σε περιπτώσεις που αφορούν καθαριότητα ή αναφορά σε ακαθαρσίες.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά η χρήση της μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη σε επίσημα ή λογοτεχνικά κείμενα.
La inmundicia en las calles es un problema serio para la salud pública.
Η βρωμιά στους δρόμους είναι σοβαρό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία.
No puedo tolerar la inmundicia en mi casa.
Δεν μπορώ να ανεχτώ τη βρωμιά στο σπίτι μου.
La inmundicia acumulada en el río afecta la vida acuática.
Η ακαθαρσία που έχει συσσωρευτεί στο ποτάμι επηρεάζει τη θαλάσσια ζωή.
Η λέξη "inmundicia" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιφέρειες και φράσεις που σχετίζονται με βρωμιά και ακαθαρσία.
En medio de la inmundicia, encontramos flores silvestres.
Μέσα στη βρωμιά, βρήκαμε άγρια λουλούδια.
A veces, la inmundicia puede ocultar tesoros inesperados.
Κάποιες φορές, η ακαθαρσία μπορεί να κρύβει απροσδόκητους θησαυρούς.
La inmundicia de sus palabras me ofende profundamente.
Η βρωμιά των λόγων του με προσβάλει βαθιά.
Η λέξη "inmundicia" προέρχεται από το λατινικό "inmunditia", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (μη, προθετικά) με την λέξη "mundus" που σημαίνει "καθαρός" ή "κόσμος".
Συνώνυμα: - suciedad (βρωμιά) - contaminación (ρύπανση) - impureza (ακαθαρσία)
Αντώνυμα: - limpieza (καθαριότητα) - pureza (καθαρότητα)