"Inmundo" είναι επίθετο.
[imˈmundo]
Η λέξη "inmundo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι βρώμικο ή ρυπαρό. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο σε κυριολεκτικούς όσο και σε μεταφορικούς όρους για να δηλώσει κάτι που είναι ηθικά ή πνευματικά “βρώμικο”. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό.
Η χρήση της λέξης είναι σχετικά σπάνια σε καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε λογοτεχνικά ή θρησκευτικά πλαίσια.
Η γειτονιά ήταν βρώμικη μετά το πάρτι.
Su comportamiento inmundo no es aceptable en la sociedad.
Η λέξη "inmundo" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε φράσεις που εκφράζουν την έννοια της βρωμιάς ή της απεχθούς συμπεριφοράς.
Να ζεις σε έναν βρώμικο κόσμο.
Su mente tan inmunda refleja sus actos.
Ο νους του τόσο βρώμικος αντικατοπτρίζει τις πράξεις του.
No quiero tener inmundicia en mi vida.
Η λέξη "inmundo" προέρχεται από την λατινική λέξη “immundus”, που συνδυάζει το “in-” (όχι) και “mundus” (καθαρός, καθαριότητα).
Συνώνυμα: - Sucio (βρώμικος) - Asqueroso (αηδιαστικός)
Αντώνυμα: - Limpio (καθαρός) - Puro (καθαρός, αγνός)