inmunidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inmunidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inmunidad" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή για τη λέξη "inmunidad" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι:
[inmuniˈðad]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "inmunidad" αναφέρεται στη δυνατότητα του οργανισμού να αντιστέκεται σε ασθένειες ή λοιμώξεις, είτε μέσω του ανοσοποιητικού συστήματος είτε μέσω νομικών προστασιών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και νομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και σε οικονομικές συζητήσεις σχετικά με την προστασία από κινδύνους.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ιδιαίτερα σε ιατρικά και νομικά πλαίσια.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. La inmunidad del sistema inmunológico es clave para combatir infecciones.
    (Η ανοσία του ανοσοποιητικού συστήματος είναι κλειδί για την καταπολέμηση λοιμώξεων.)

  2. La inmunidadDiplomática protege a los funcionarios en el extranjero.
    (Η διπλωματική ασυλία προστατεύει τους αξιωματούχους στο εξωτερικό.)

  3. Las vacunas aumentan la inmunidad contra enfermedades contagiosas.
    (Οι εμβολιασμοί αυξάνουν την ανοσία κατά των μολυσματικών ασθενειών.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "inmunidad" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματικές προτάσεις:

  1. La inmunidad legal no garantiza la justicia.
    (Η νομική ασυλία δεν εγγυάται τη δικαιοσύνη.)

  2. Quien tiene inmunidad en la sociedad a menudo abusa de su poder.
    (Όποιος έχει ασυλία στην κοινωνία συχνά καταχράται την εξουσία του.)

  3. La inmunidad adquirida se obtiene a través de la exposición a virus.
    (Η αποκτηθείσα ανοσία αποκτάται μέσω της έκθεσης σε ιούς.)

  4. La inmunidad parlamentaria es fundamental para el funcionamiento de la democracia.
    (Η κοινοβουλευτική ασυλία είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία της δημοκρατίας.)

  5. Durante la pandemia, la inmunidad de rebaño se convirtió en un tema central.
    (Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ανοσία της αγέλης έγινε κεντρικό θέμα.)

  6. La pérdida de inmunidad puede llevar a la recaída de la enfermedad.
    (Η απώλεια ανοσίας μπορεί να οδηγήσει σε υποτροπή της ασθένειας.)

  7. Los países buscan aumentar su inmunidad económica frente a crisis globales.
    (Οι χώρες επιδιώκουν να αυξήσουν την οικονομική τους ασυλία απέναντι στις παγκόσμιες κρίσεις.)

  8. La falta de educación genera inmunidad ante el conocimiento.
    (Η έλλειψη εκπαίδευσης δημιουργεί ανοσία απέναντι στη γνώση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "inmunidad" προέρχεται από το λατινικό "immunitas", που σημαίνει "ελευθερία από φόρους ή υποχρεώσεις". Σταδιακά, η έννοια επεκτάθηκε για να περιλάβει την ιδέα της προστασίας κατά λοιμώξεων ή κακομεταχειρίσεων, τόσο ιατρικά όσο και νομικά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Asuimia (ασυλία) - Resistencia (αντίσταση)

Αντώνυμα: - Susceptibilidad (ευαισθησία) - Vulnerabilidad (ευαλωτότητα)



23-07-2024