inmutable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inmutable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Inmutable είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA): /inˈmutable/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη inmutable αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει ή να μεταβληθεί. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με σταθερότητα, όπως π.χ. σε φιλοσοφικά ή επιστημονικά πλαίσια. Ανάλογα με το περιβάλλον, η συχνότητα χρήσης της μπορεί να ποικίλει, αλλά γενικά χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, προφορικά και γραπτά. Ωστόσο, εμφανίζεται πιο συχνά στο γραπτό λόγο.

Δείγματα προτάσεων

  1. La ley es inmutable y debe ser respetada. Ο νόμος είναι αμετάβλητος και πρέπει να γίνεται σεβαστός.

  2. Sus principios son inmutables, no los cambiará nadie. Οι αρχές του είναι αμετάβλητες, κανείς δεν θα τις αλλάξει.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη inmutable δεν είναι τόσο συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε φράσεις που σχετίζονται με σταθερές καταστάσεις ή αρχές. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. El amor verdadero es inmutable a lo largo del tiempo. Η αληθινή αγάπη είναι αμετάβλητη με την πάροδο του χρόνου.

  2. Su carácter es inmutable, lo que lo hace digno de confianza. Ο χαρακτήρας του είναι αμετάβλητος, γεγονός που τον καθιστά αξιόπιστο.

  3. En un mundo cambiante, algunas verdades son inmutables. Σε έναν εξελισσόμενο κόσμο, κάποιες αλήθειες είναι αμετάβλητες.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από τη Λατινική "immutabilis," που αποτελείται από το επίθημα "in-" που σημαίνει "όχι" και "mutabilis," το οποίο σημαίνει "αλλαγή."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fijo (σταθερός) - Constante (σταθερός)

Αντώνυμα: - Mutable (μεταβλητός) - Cambiante (μεταβαλλόμενος)



23-07-2024