Verbo (ρήμα)
/i̟nmu̟ˈtaɾ/
Η λέξη inmutar στα Ισπανικά σημαίνει να αναστατώνεσαι ή να μην εκφράζεις συναισθήματα ή αντιδράσεις, συχνά σε μια κατάσταση που δικαιολογούσε κάποια αντίδραση ή αλλαγή. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, τόσο γραπτά όσο και προφορικά, αλλά είναι πιο συχνά παρατηρούμενο στο γραπτό κείμενο.
El testigo inmutó al escuchar el juicio.
Ο μάρτυρας παραλύθηκε ακούγοντας τη δίκη.
No pudo inmutar ante la noticia trágica.
Δεν μπορούσε να αντέξει μπροστά στην τραγική είδηση.
Η λέξη inmutar δεν σχηματίζει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες εκφράσεις για να δηλώσει καταστάσεις που σχετίζονται με την αντίδραση.
No hay que inmutar por las críticas.
Δεν πρέπει να αναστατώνομαι από τις κριτικές.
A veces es mejor no inmutar en una discusión.
Κάποιες φορές είναι καλύτερο να μην αναστατώνεσαι σε μια συζήτηση.
Se inmutó al ver lo que había sucedido.
Παραλύθηκε όταν είδε τι είχε συμβεί.
Η λέξη inmutar προέρχεται από τη λατινική λέξη inmotus, που σημαίνει "ακίνητος" ή "καθόλου μετακινούμενος", σε συνδυασμό με το πρόθεμα "in-", που υποδηλώνει άρνηση.
Συνώνυμα: - alterar (ενοχλώ, αναστατώνω) - no reaccionar (δεν αντιδρώ)
Αντώνυμα: - reaccionar (αντιδρώ) - expresar (εκφράζω)