Η λέξη "inmutarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inmutarse" είναι: /in.muˈtaɾ.se/
Η λέξη "inmutarse" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "μη μεταβάλλομαι" ή "παγώνω". Μπορεί επίσης να σημαίνει "αδιαφορώ" ή "δεν επηρεάζομαι".
Η λέξη "inmutarse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει την κατάσταση του να μην αλλάζει κάποιος ή κάτι. Όταν κάποιος "inmutarse", αυτός δεν υποκύπτει σε συγκινήσεις ή δεν ανταποκρίνεται σε μια κατάσταση. Η λέξη συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με λίγο περισσότερη συχνότητα σε περιστατικά που απαιτούν συναισθηματική ανάλυση ή όταν γίνεται αναφορά σε συναισθηματική αδιαφορία.
Το παιδί δεν αντέδρασε όταν άκουσε τα κακά νέα.
A pesar de las críticas, ella se inmutó y siguió adelante con su proyecto.
Η λέξη "inmutarse" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις αδιαφορίας ή αντοχής:
Δεν πτοήθηκε μπροστά στις αντιξοότητες.
Se inmutó como una roca.
Δεν αντέδρασε σαν βράχος.
A pesar de todo, él se inmutó.
Παρά όλα, αυτός δεν αντέδρασε.
Ella siempre se inmutaba contra las críticas.
Η λέξη "inmutarse" προέρχεται από το λατινικό "immutare", το οποίο σημαίνει "να μην αλλάξει". Το "in-" είναι πρόθεμα που δηλώνει άρνηση, και το "mutar" σημαίνει "να αλλάξει".
Συνώνυμα: - No inmutarse (δεν αναταράσσομαι) - Mantenerse impasible (παραμένω αδιάφορος)
Αντώνυμα: - Reaccionar (ανταγωνίζομαι) - Inmoverse (διστάζω)