innato - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

innato (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Innato είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

[inaˈto]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "innato" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι έμφυτο ή ενστικτώδες, κάτι που υπάρχει από τη γέννηση ή είναι φυσικά ενσωματωμένο σε κάποιον ή κάτι. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα, ιδίως όταν αναφερόμαστε σε χαρακτηριστικά ή ικανότητες ανθρώπων ή ζώων.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los talentos musicales son a menudo innatos.
  2. Οι μουσικές ταλαντούχοι είναι συχνά έμφυτοι.

  3. El miedo innato al peligro puede salvarte la vida.

  4. Ο έμφυτος φόβος για τον κίνδυνο μπορεί να σου σώσει τη ζωή.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "innato"

Η λέξη "innato" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Talento innato.
  2. Έμφυτο ταλέντο.
  3. Ο Carlos tiene un talento innato para la pintura.

    • Ο Κάρλος έχει ένα έμφυτο ταλέντο για τη ζωγραφική.
  4. Instinto innato.

  5. Έμφυτο ένστικτο.
  6. Las madres tienen un instinto innato para proteger a sus hijos.

    • Οι μητέρες έχουν ένα έμφυτο ένστικτο να προστατεύουν τα παιδιά τους.
  7. Habilidad innata.

  8. Έμφυτη ικανότητα.
  9. Su habilidad innata para las matemáticas es asombrosa.
    • Η έμφυτη ικανότητά του στα μαθηματικά είναι εντυπωσιακή.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "innato" προέρχεται από το λατινικό "innatus", το οποίο σημαίνει "γεννημένος". Το "in-" σημαίνει "μέσα" και το "natus" προέρχεται από το ρήμα "nasci", που σημαίνει "γεννιέμαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Natural - Congénito - Esencial

Αντώνυμα: - Adquirido - Aprendido - Artificial



23-07-2024