Innato είναι επίθετο.
[inaˈto]
Η λέξη "innato" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι έμφυτο ή ενστικτώδες, κάτι που υπάρχει από τη γέννηση ή είναι φυσικά ενσωματωμένο σε κάποιον ή κάτι. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα, ιδίως όταν αναφερόμαστε σε χαρακτηριστικά ή ικανότητες ανθρώπων ή ζώων.
Οι μουσικές ταλαντούχοι είναι συχνά έμφυτοι.
El miedo innato al peligro puede salvarte la vida.
Η λέξη "innato" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο Carlos tiene un talento innato para la pintura.
Instinto innato.
Las madres tienen un instinto innato para proteger a sus hijos.
Habilidad innata.
Η λέξη "innato" προέρχεται από το λατινικό "innatus", το οποίο σημαίνει "γεννημένος". Το "in-" σημαίνει "μέσα" και το "natus" προέρχεται από το ρήμα "nasci", που σημαίνει "γεννιέμαι".
Συνώνυμα: - Natural - Congénito - Esencial
Αντώνυμα: - Adquirido - Aprendido - Artificial