Το "innovador" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [i.no.vaˈðoɾ]
Η λέξη "innovador" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει αυτόν που ή κάτι που εισάγει καινοτομίες ή νέες ιδέες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει προϊόντα, υπηρεσίες ή τεχνολογίες που προωθούν πρωτοποριακές λύσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τομείς όπως η τεχνολογία, η επιχειρηματικότητα και η εκπαίδευση.
(Η επιχείρηση είναι πολύ καινοτόμος στους μεθόδους παραγωγής της.)
(Χρειαζόμαστε καινοτόμες ιδέες για να βελτιώσουμε την εξυπηρέτηση πελατών.)
(Αυτό το προϊόν είναι πραγματικά καινοτόμο στην τρέχουσα αγορά.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "innovador" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται κυρίως με την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία:
Ser un innovador nato
(Να είσαι εκ φύσεως καινοτόμος.)
Plantear soluciones innovadoras
(Να προτείνεις καινοτόμες λύσεις.)
Adoptar un enfoque innovador
(Να υιοθετείς μια καινοτόμο προσέγγιση.)
Impulsar una cultura innovadora
(Να προωθείς μια καινοτόμο κουλτούρα.)
Innovar o morir
(Δημιουργώ ή πεθαίνω.)
Mentalidad innovadora
(Καινοτόμος νοοτροπία.)
Η λέξη "innovador" προέρχεται από το Λατινικό "innovare", που σημαίνει "να εισάγεις κάτι νέο", με το πρόθεμα "in-" (μέσα) και το ρήμα "novare" (να κάνεις νέο).
Συνώνυμα: - Creativo (δημιουργικός) - Original (πρωτότυπος) - Vanguardista (πρωτοποριακός)
Αντώνυμα: - Conservador (συντηρητικός) - Tradicional (παραδοσιακός) - Rutino (ρουτινιέρης)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "innovador" στον ισπανικό γλώσσα, καθώς και τη σημασία της σε διάφορους τομείς.