inocencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inocencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inocencia" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/inoˈθenθja/ (European Spanish) ή /inoˈsɛnsiə/ (Latin American Spanish)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inocencia" αναφέρεται στην κατάσταση της αθωότητας ή της έλλειψης ενοχής. Χρησιμοποιείται συχνά και σε νομικά πλαίσια, όπου υποδηλώνει την απουσία ενοχής ενός ατόμου σε ποινικές υποθέσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να υποδηλώνει και μια αθώα ή ανώριμη στάση και νοοτροπία.

Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με παρουσία και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, αλλά συναντάται συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La inocencia del acusado fue comprobada durante el juicio.
  2. Η αθωότητα του κατηγορούμενου αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια της δίκης.

  3. A menudo, la inocencia de los niños es algo que debemos proteger.

  4. Συχνά, η αθωότητα των παιδιών είναι κάτι που πρέπει να προστατεύσουμε.

  5. La inocencia en sus acciones mostró que no entendía la gravedad de la situación.

  6. Η αθωότητα στις πράξεις του έδειξε ότι δεν κατανοούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inocencia" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Perder la inocencia
  2. Σημασία: Χάνω την αθωότητα, συνήθως όταν κάποιος αποκτά εμπειρίες που τον κάνουν πιο επιφυλακτικό και λιγότερο αθώο.
  3. Πρόταση: Al enterarse de la verdad, sintió que había perdido su inocencia.

    • Όταν έμαθε την αλήθεια, ένιωσε ότι είχε χάσει την αθωότητά του.
  4. Inocencia a prueba

  5. Σημασία: Η δοκιμασία της αθωότητας, συχνά σε νομικά ή ηθικά ζητήματα.
  6. Πρόταση: La inocencia a prueba de los testigos fue clave para el veredicto final.

    • Η δοκιμασία της αθωότητας των μαρτύρων ήταν κλειδί για την τελική απόφαση.
  7. Inocencia de corazón

  8. Σημασία: Αθωότητα στην ψυχή ή τη φύση κάποιου.
  9. Πρόταση: Su inocencia de corazón lo hacía más amable con los demás.
    • Η αθωότητά του στην ψυχή τον έκανε πιο ευγενικό με τους άλλους.

Ετυμολογία

Η λέξη "inocencia" προέρχεται από το λατινικό "innocentia", που σημαίνει "μη βλαβερές ενέργειες, αθωότητα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Pureza (καθαρότητα) - Inocente (αθώος)

Αντώνυμα: - Culpa (ενοχή) - Malicia (κακία)



23-07-2024