Η λέξη "inocencia" είναι ουσιαστικό.
/inoˈθenθja/ (European Spanish) ή /inoˈsɛnsiə/ (Latin American Spanish)
Η λέξη "inocencia" αναφέρεται στην κατάσταση της αθωότητας ή της έλλειψης ενοχής. Χρησιμοποιείται συχνά και σε νομικά πλαίσια, όπου υποδηλώνει την απουσία ενοχής ενός ατόμου σε ποινικές υποθέσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να υποδηλώνει και μια αθώα ή ανώριμη στάση και νοοτροπία.
Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με παρουσία και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, αλλά συναντάται συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
Η αθωότητα του κατηγορούμενου αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια της δίκης.
A menudo, la inocencia de los niños es algo que debemos proteger.
Συχνά, η αθωότητα των παιδιών είναι κάτι που πρέπει να προστατεύσουμε.
La inocencia en sus acciones mostró que no entendía la gravedad de la situación.
Η λέξη "inocencia" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πρόταση: Al enterarse de la verdad, sintió que había perdido su inocencia.
Inocencia a prueba
Πρόταση: La inocencia a prueba de los testigos fue clave para el veredicto final.
Inocencia de corazón
Η λέξη "inocencia" προέρχεται από το λατινικό "innocentia", που σημαίνει "μη βλαβερές ενέργειες, αθωότητα".
Συνώνυμα: - Pureza (καθαρότητα) - Inocente (αθώος)
Αντώνυμα: - Culpa (ενοχή) - Malicia (κακία)