inocente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inocente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inocente" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται επίσης ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /inoˈθente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inocente" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα ή δεν έχει καμία ενοχή. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που δεν προκαλεί καμία ζημιά ή κακό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα και συναντάται και σε καθημερινή γλώσσα. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και η χρήση της και στο γραπτό κείμενο είναι κοινή.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El acusado fue declarado inocente por falta de pruebas.
  2. Ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος λόγω έλλειψης αποδείξεων.

  3. Es un niño inocente que no entiende el mal.

  4. Είναι ένα αθώο παιδί που δεν καταλαβαίνει το κακό.

  5. La justicia siempre debe proteger a los inocentes.

  6. Η δικαιοσύνη πρέπει πάντα να προστατεύει τους αθώους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inocente" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Hombre inocente
  2. Él es un hombre inocente que no conoce la maldad.
  3. Αυτός είναι ένας αθώος άνθρωπος που δεν γνωρίζει το κακό.

  4. Ser un inocente

  5. Siempre he sido un inocente en el amor.
  6. Πάντα ήμουν αθώος στον έρωτα.

  7. Inocente, paloma

  8. Ella se fue con él, ¡inocente, paloma! Es tan crédula.
  9. Αυτή έφυγε μαζί του, αθώα περιστέρα! Είναι τόσο εύπιστη.

  10. Inocente de todo

  11. Él es inocente de todo lo que ha pasado.
  12. Είναι αθώος για όλα όσα έχουν συμβεί.

  13. Cualquier inocente

  14. No castigarás a ningún inocente por lo que hizo uno culpable.
  15. Δεν θα τιμωρήσεις κανέναν αθώο για ό,τι έκανε ένας ένοχος.

Ετυμολογία

Η λέξη "inocente" προέρχεται από τα Λατινικά "innocens, innocentis", που σημαίνει "αθώος" ή "που δεν βλάπτει". Η λέξη αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (μη) και τη ρίζα "nocere" (να βλάψει).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Acierto - Inocuo - Ingenuo

Αντώνυμα: - Culposo - Malicioso - Maléfico



22-07-2024