Η λέξη "inocente" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται επίσης ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /inoˈθente/
Η λέξη "inocente" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα ή δεν έχει καμία ενοχή. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που δεν προκαλεί καμία ζημιά ή κακό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα και συναντάται και σε καθημερινή γλώσσα. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και η χρήση της και στο γραπτό κείμενο είναι κοινή.
Ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος λόγω έλλειψης αποδείξεων.
Es un niño inocente que no entiende el mal.
Είναι ένα αθώο παιδί που δεν καταλαβαίνει το κακό.
La justicia siempre debe proteger a los inocentes.
Η λέξη "inocente" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Αυτός είναι ένας αθώος άνθρωπος που δεν γνωρίζει το κακό.
Ser un inocente
Πάντα ήμουν αθώος στον έρωτα.
Inocente, paloma
Αυτή έφυγε μαζί του, αθώα περιστέρα! Είναι τόσο εύπιστη.
Inocente de todo
Είναι αθώος για όλα όσα έχουν συμβεί.
Cualquier inocente
Η λέξη "inocente" προέρχεται από τα Λατινικά "innocens, innocentis", που σημαίνει "αθώος" ή "που δεν βλάπτει". Η λέξη αποτελείται από το πρόθεμα "in-" (μη) και τη ρίζα "nocere" (να βλάψει).
Συνώνυμα: - Acierto - Inocuo - Ingenuo
Αντώνυμα: - Culposo - Malicioso - Maléfico