Το "inocuo" είναι επίθετο.
/inoˈku.o/
Η λέξη "inocuo" αναφέρεται σε κάτι που δεν προκαλεί βλάβη ή κίνδυνο. Χρησιμοποιείται σε γενικούς, νομικούς και ιατρικούς τομείς. Επίσης, υποδηλώνει ότι κάτι είναι ασφαλές ή αβλαβές για τους άλλους. Στη χρήση της γλώσσας, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά πιθανώς είναι πιο συχνή σε ιατρικά και νομικά κείμενα.
Αυτό το φάρμακο είναι αβλαβές για την υγεία.
Las actividades de recreo son inocuas para los niños.
Η λέξη "inocuo" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις για να τονίσει την ασφάλεια ή την αθωότητα:
Η θεραπεία είναι τόσο αβλαβής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιοδήποτε άτομο.
El producto fue diseñado para ser inocuo y respetar el medio ambiente.
Το προϊόν σχεδιάστηκε για να είναι αβλαβές και να σέβεται το περιβάλλον.
Su actitud fue inocua, no ofendió a nadie.
Η λέξη "inocuo" προέρχεται από το λατινικό "inocuus", το οποίο σημαίνει "αβλαβής" και συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (όχι) και την ρίζα "nocuus" που σημαίνει "επιβλαβής".
Συνώνυμα: - inofensivo - seguro
Αντώνυμα: - nocivo - dañino