Η λέξη "inoportuno" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να χαρακτηρίσει κάτι ή κάποιον που είναι ακατάλληλος ή ανάρμοστος για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνήθως, αυτή η λέξη αναφέρεται σε στιγμές ή ενέργειες που δεν είναι κατάλληλες ή ευπρόσδεκτες. Η χρήση της είναι συχνή και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά σε προφορικές συνομιλίες όπου εκφράζεται μια άμεση αντίθεση ή δυσφορία.
Αυτή η αστεία ήταν ακατάλληλη κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
No era el momento inoportuno para discutir ese tema.
Δεν ήταν η ακατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε αυτό το θέμα.
Su comentario inoportuno causó tensión entre los presentes.
Η λέξη "inoportuno" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια που εκφράζουν ακαταλληλότητα ή ανασταλτικούς παράγοντες.
Είναι ανάρμοστο να φέρνεις προσωπικά προβλήματα στη δουλειά.
A veces, es inoportuno expresar opiniones políticas en reuniones familiares.
Μερικές φορές είναι ακατάλληλο να εκφράζεις πολιτικές απόψεις σε οικογενειακές συναντήσεις.
Hacer comentarios inoportunos en redes sociales puede dañarte.
Οι ακατάλληλοι σχολιασμοί στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να σου βλάψουν.
Un silencio inoportuno puede hablar más que mil palabras.
Η λέξη "inoportuno" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" που δηλώνει άρνηση και το "oportuno", που προέρχεται από την λατινική λέξη "opportunus", που σημαίνει "ευνοϊκός" ή "κατάλληλος". Έτσι, "inoportuno" κυριολεκτικά σημαίνει "μη κατάλληλος".