inquietante: επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: [iŋkɪˈetante]
Η λέξη inquietante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ανησυχία, φόβο ή αναστάτωση. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στα δύο πλαίσια, γραπτό και προφορικό, αλλά μπορεί να παρατηρείται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή δραματικά κείμενα λόγω της συναισθηματικής της φόρτισης.
Η ταινία είναι αρκετά ανησυχητική, ειδικά στις τελευταίες σκηνές.
Su comportamiento inquietante me hizo sentir incómodo.
Η ανησυχητική του συμπεριφορά με έκανε να νιώθω άβολα.
Hay un silencio inquietante en la habitación que me asusta.
Η λέξη inquietante συχνά χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αναδεικνύουν τη συναισθηματική κατάσταση ή την ατμόσφαιρα.
Σε μια ανησυχητική νύχτα, όλοι οι θόρυβοι φαίνονται να ενισχύονται.
La verdad inquietante salió a la luz al final de la investigación.
Η ανησυχητική αλήθεια ήρθε στο φως στο τέλος της έρευνας.
Ese relato inquietante me dejó pensando toda la noche.
Αυτή η ανησυχητική ιστορία με άφησε να σκέφτομαι όλη τη νύχτα.
Al abrir la puerta, una sensación inquietante me invadió.
Η λέξη inquietante προέρχεται από το ρήμα "inquietar", που σημαίνει "να ανησυχεί" ή "να διαταράσσει". Το "in-" είναι ένα πρόθωμα που δηλώνει άρνηση ή αντίθεση, ενώ το "-quie-" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "quies", που σημαίνει "ηρεμία" ή "ησυχία".
Συνώνυμα: - perturbador - alarmante - desconcertante
Αντώνυμα: - tranquilizante - calmante - pacífico
Αυτές οι πληροφορίες καταδεικνύουν τη σημασία του επιθέτου inquietante στην ικανότητά του να περιγράφει καταστάσεις ή αισθήματα που προκαλούν ανησυχία ή φόβο, με υπεροχή στη λογοτεχνία και στην καθημερινή επικοινωνία.