Phonetic transcription: /iŋˈkjeto/
Σημασίες: 1. Ανήσυχος, αγιάτρευτος, αντιρρησίας. 2. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "inquieto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν μπορεί να ηρεμήσει, είναι ανήσυχος ή αναζητά συνεχώς κίνητρα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιθανότερο να συναντηθεί σε περισσότερες καθημερινές συζητήσεις παρά σε επίσημα κείμενα.
Η λέξη "inquieto" είναι μια μετοχή καταλήξης στον αρσενικό τύπο. Αν υπάρχει ανάγκη, μπορούμε να παράσχουμε τις κλίσεις της σε διάφορους χρόνους, όπως τον ενεστώτα, τον παρακείμενο, τον μέλλοντα κ.λπ.
Estaba muy inquieto durante la película. Ήταν πολύ ανήσυχος κατά τη διάρκεια της ταινίας.
El niño inquieto no paraba de corretear por el parque. Το ανήσυχο παιδάκι δεν σταμάταγε να τρέχει στο πάρκο.
Η λέξη "inquieto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Αυτές οι εκφράσεις προσφέρουν ενδιαφέρουσες προοπτικές στη χρήση του όρου. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Estaba inquieto como una pulga antes de la entrevista. Ήταν νευρικός, αγιάτρευτος πριν τη συνέντευξη.
No dar (o dejar) inquieto (Να μην αφήνει κπ. να ησυχάσει):
Ese tema no le deja inquieto desde hace días. Αυτό το θέμα δεν τον αφήνει ήρεμο εδώ και μέρες.
Estar inquieto como pez en el agua (Να αισθάνεται κάποιος άνετα σε μια κατάσταση):
Η λέξη "inquieto" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "inquietus", που σημαίνει "ανήσυχος" ή "αδιάβροχος".
Συνώνυμα: ανήσυχος, αγιάτρευτος, άνευ ρεπό.
Αντώνυμα: ήρεμος, ατάραχος, ήρεμος.