Το "inquilino" είναι ουσιαστικό.
/inkilinɔ/
Η λέξη "inquilino" αναφέρεται σε ένα άτομο που ενοικιάζει ή μισθώνει ένα χώρο, όπως ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ακινήτων και της νομικής, καθώς και στην καθημερινή ζωή. Είναι μια συχνή λέξη στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο έχει μια ελαφρώς πιο νομική χροιά.
Ο ενοικιαστής πλήρωσε το ενοίκιο εγκαίρως.
El propietario tiene derechos sobre el inquilino.
Ο ιδιοκτήτης έχει δικαιώματα πάνω στον ενοικιαστή.
El inquilino necesita renovar el contrato.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση του να ζει κάποιος σε ενοικιαζόμενο χώρο.
Inquilino del miedo.
Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει με συνεχή ανησυχία ή φόβο.
Inquilino de un espacio comercial.
Η λέξη "inquilino" προέρχεται από το λατινικό "incolina", το οποίο σημαίνει "κάτοικος" ή "άτομο που ζει σε ένα μέρος". Συνδέεται άμεσα με τη δράση του να ζει ή να εγκαθίσταται κάπου.
Συνώνυμα: - alquiler (ενοίκιο) - arrendatario (μισθωτής)
Αντώνυμα: - propietario (ιδιοκτήτης) - vendedor (πωλητής)
Αυτή η πληροφορία καλύπτει το "inquilino" σε διάφορες πτυχές της, από τη σημασία και την ετυμολογία έως τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.