inquilino - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inquilino (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inquilino" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/inkilinɔ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "inquilino" αναφέρεται σε ένα άτομο που ενοικιάζει ή μισθώνει ένα χώρο, όπως ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ακινήτων και της νομικής, καθώς και στην καθημερινή ζωή. Είναι μια συχνή λέξη στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο έχει μια ελαφρώς πιο νομική χροιά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El inquilino pagó la renta a tiempo.
  2. Ο ενοικιαστής πλήρωσε το ενοίκιο εγκαίρως.

  3. El propietario tiene derechos sobre el inquilino.

  4. Ο ιδιοκτήτης έχει δικαιώματα πάνω στον ενοικιαστή.

  5. El inquilino necesita renovar el contrato.

  6. Ο ενοικιαστής χρειάζεται να ανανεώσει τη σύμβαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Ser inquilino de la casa.
  2. Να είσαι ενοικιαστής του σπιτιού.
  3. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση του να ζει κάποιος σε ενοικιαζόμενο χώρο.

  4. Inquilino del miedo.

  5. Ενοικιαστής του φόβου.
  6. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει με συνεχή ανησυχία ή φόβο.

  7. Inquilino de un espacio comercial.

  8. Ενοικιαστής ενός εμπορικού χώρου.
  9. Αναφέρεται σε επιχειρήσεις που ενοικιάζουν χώρους για τις δραστηριότητές τους.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "inquilino" προέρχεται από το λατινικό "incolina", το οποίο σημαίνει "κάτοικος" ή "άτομο που ζει σε ένα μέρος". Συνδέεται άμεσα με τη δράση του να ζει ή να εγκαθίσταται κάπου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - alquiler (ενοίκιο) - arrendatario (μισθωτής)

Αντώνυμα: - propietario (ιδιοκτήτης) - vendedor (πωλητής)

Αυτή η πληροφορία καλύπτει το "inquilino" σε διάφορες πτυχές της, από τη σημασία και την ετυμολογία έως τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024