Το "inquirir" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: [inˈkiɾiɾ]
Η λέξη "inquirir" σημαίνει να ρωτάς ή να διερευνάς κάτι, συνήθως με σκοπό να συγκεντρώσεις πληροφορίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, ερευνητικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια και έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης. Χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στην γραπτή γλώσσα, αν και μπορεί να υπάρχει μια ελαφρώς μεγαλύτερη παρουσία σε γραπτές νομικές ή ακαδημαϊκές αναφορές.
El detective decidió inquirir sobre el caso de robo.
(Ο ντετέκτιβ αποφάσισε να ερευνήσει την υπόθεση της κλοπής.)
Es importante inquirir los antecedentes del testigo.
(Είναι σημαντικό να ρωτήσεις για τα προηγούμενα του μάρτυρα.)
Voy a inquirir acerca de las políticas de la empresa.
(Θα ρωτήσω για τις πολιτικές της εταιρείας.)
Η λέξη "inquirir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή παροιμίες:
Inquirir sobre el pasado.
(Να ρωτήσεις/να ερευνήσεις για το παρελθόν.)
Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται στην ανάγκη να μαθαίνουμε από την ιστορία ή να κατανοούμε τους λόγους πίσω από γεγονότα.
Inquirir con intención.
(Να ρωτάς με πρόθεση.)
Υποδηλώνει ότι δεν ρωτάς απλώς για πληροφορίες χωρίς στόχο, αλλά ότι έχεις έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Inquirir detalles.
(Να ρωτάς λεπτομέρειες.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επιθυμεί να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα.
Η λέξη "inquirir" προέρχεται από το λατινικό "inquirere", που σημαίνει "να αναζητώ" ή "να ερευνώ". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της έρευνας και της αναζήτησης πληροφοριών.