Η λέξη "insaciable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insaciable" είναι /insaˈθjable/ (στην Ισπανία) ή /insaˈsiajble/ (σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "insaciable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ή να χορταστεί. Συνήθως αναφέρεται σε επιθυμίες, ανάγκες ή πράξεις που είναι ατελείωτες και συνεχώς επιζητούν περισσότερα. Η χρήση της είναι πολλή συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η επιθυμία του για εξουσία είναι αχόρταγη.
Tenía un apetito insaciable por el conocimiento.
Η λέξη "insaciable" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Η αχόρταγη φιλοδοξία ορισμένων μπορεί να καταστρέψει ζωές.
Hay personas insaciables que nunca están satisfechas con lo que tienen.
Υπάρχουν αχόρταγοι άνθρωποι που ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν.
Su insaciable búsqueda de la felicidad la llevó a países lejanos.
Η αχόρταγη αναζήτηση της ευτυχίας την οδήγησε σε μακρινές χώρες.
La insaciable curiosidad de los niños les hace aprender rápidamente.
Η λέξη "insaciable" προέρχεται από το Λατινικό "insaciabilis", όπου "in-" σημαίνει "μη" και "saciabilis" είναι η μορφή του ρήματος "saciare" που σημαίνει "να ικανοποιείς" ή "να χορταίνεις".
Συνώνυμα: - insatisfecho (ανικανοποίητος) - voraz (αχόρταγος)
Αντώνυμα: - saciable (ικανοποιημένος) - satisfecho (ικανοποιημένος)