insaciable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insaciable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "insaciable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insaciable" είναι /insaˈθjable/ (στην Ισπανία) ή /insaˈsiajble/ (σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "insaciable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ή να χορταστεί. Συνήθως αναφέρεται σε επιθυμίες, ανάγκες ή πράξεις που είναι ατελείωτες και συνεχώς επιζητούν περισσότερα. Η χρήση της είναι πολλή συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su deseo de poder es insaciable.
  2. Η επιθυμία του για εξουσία είναι αχόρταγη.

  3. Tenía un apetito insaciable por el conocimiento.

  4. Είχε μια αχόρταγη όρεξη για γνώση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "insaciable" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.

Ιδιωματικές προτάσεις

  1. La insaciable ambición de algunos puede arruinar vidas.
  2. Η αχόρταγη φιλοδοξία ορισμένων μπορεί να καταστρέψει ζωές.

  3. Hay personas insaciables que nunca están satisfechas con lo que tienen.

  4. Υπάρχουν αχόρταγοι άνθρωποι που ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν.

  5. Su insaciable búsqueda de la felicidad la llevó a países lejanos.

  6. Η αχόρταγη αναζήτηση της ευτυχίας την οδήγησε σε μακρινές χώρες.

  7. La insaciable curiosidad de los niños les hace aprender rápidamente.

  8. Η αχόρταγη περιέργεια των παιδιών τους κάνει να μαθαίνουν γρήγορα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "insaciable" προέρχεται από το Λατινικό "insaciabilis", όπου "in-" σημαίνει "μη" και "saciabilis" είναι η μορφή του ρήματος "saciare" που σημαίνει "να ικανοποιείς" ή "να χορταίνεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - insatisfecho (ανικανοποίητος) - voraz (αχόρταγος)

Αντώνυμα: - saciable (ικανοποιημένος) - satisfecho (ικανοποιημένος)



23-07-2024