Το "insalubre" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "insalubre" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [insaluˈβɾe].
Η λέξη "insalubre" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ανθυγιεινό ή βλαβερό για την υγεία. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής και της δημόσιας υγείας, καθώς αναφέρεται σε περιβάλλοντα ή προϊόντα που μπορεί να προκαλέσουν ασθένειες. Η χρήση της είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, ειδικότερα σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα.
El agua de este río es insalubre para beber.
(Το νερό αυτού του ποταμού είναι ανθυγιεινό για πόση.)
Vivir en una zona insalubre puede afectar la salud.
(Η ζωή σε μια ανθυγιεινή περιοχή μπορεί να επηρεάσει την υγεία.)
Los alimentos en mal estado son insalubres para el consumo.
(Τα τρόφιμα σε κακή κατάσταση είναι ανθυγιεινά για κατανάλωση.)
Η λέξη "insalubre" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την υγεία και το περιβάλλον.
El ambiente insalubre contribuye a la propagación de enfermedades.
(Το ανθυγιεινό περιβάλλον συμβάλλει στην εξάπλωση ασθενειών.)
Evitemos los lugares insalubres para cuidar nuestra salud.
(Ας αποφύγουμε τους ανθυγιεινούς χώρους για να προστατεύσουμε την υγεία μας.)
La falta de higiene hace que un lugar sea insalubre.
(Η έλλειψη υγιεινής καθιστά ένα μέρος ανθυγιεινό.)
Comer en un restaurante insalubre puede tener consecuencias graves.
(Το να τρως σε ένα ανθυγιεινό εστιατόριο μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.)
Η λέξη "insalubre" προέρχεται από το λατινικό "insalubris", το οποίο αποτελείται από το "in-" (μη) και "salubris" (υγιεινός, ευεργετικός).
nocivo (κακός για την υγεία)
Αντώνυμα: