Η λέξη "inscrito" είναι ουσιαστικό και συμμετοχικό (participle) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inscrito" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [inˈs.kɾi.to]
Η λέξη "inscrito" προέρχεται από το ρήμα "inscribir", που σημαίνει "να εγγραφείς" ή "να καταχωρήσεις". Χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει εγγραφεί ή καταχωρηθεί επίσημα σε κάποιο άλλο έγγραφο ή σύστημα.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, όπως σε νομικά έγγραφα, έγγραφα που σχετίζονται με την εκπαίδευση ή τη διοίκηση, καθώς και στη διαδικασία εγγραφής σε εκδηλώσεις. Η χρήση της είναι συχνή, ειδικά σε περιβάλλοντα όπου απαιτείται επίσημη καταχώρηση.
"Ο μαθητής είναι ήδη εγγεγραμμένος στο μάθημα."
"Todos los participantes deben estar inscritos antes de la fecha límite."
"Όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι πριν από την προθεσμία."
"El registro de marcas debe estar inscrito en el registro público."
Η λέξη "inscrito" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνθήκες, κυρίως που αφορούν την εγγραφή ή την καταχώρηση σε διάφορους τομείς.
"Να είσαι εγγεγραμμένος στη λίστα αναμονής."
"Ser un inscrito de la universidad."
"Να είσαι εγγεγραμμένος φοιτητής στο πανεπιστήμιο."
"Inscrito en el registro civil."
"Εγγεγραμμένος στο δημοτικό μητρώο."
"Él es un inscrito regular del gimnasio."
"Αυτός είναι τακτικός εγγεγραμμένος του γυμναστηρίου."
"Inscrito en el programa de salud."
Η λέξη "inscrito" προέρχεται από το λατινικό "inscriptus", το οποίο σημαίνει "καταχωρημένος" ή "γραμμένος", όπου "in-" δηλώνει "μέσα" και "scriptus" προέρχεται από το ρήμα "scribere", το οποίο σημαίνει "να γράφεις".
Αυτές οι πληροφορίες καθιστούν τη λέξη "inscrito" χρήσιμη και σημαντική σε ποικίλες καταστάσεις στην ισπανόφωνη κοινωνία.