Insecticida είναι ουσιαστικό.
[insekˈt͡siða]
Η λέξη insecticida αναφέρεται σε οποιαδήποτε χημική ουσία ή σκεύασμα που χρησιμοποιείται για να καταπολεμήσει ή να εξοντώσει έντομα. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η γεωργία, η υγειονομική περίθαλψη και η οικιακή φροντίδα. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με περισσότερη συχνότητα σε τεχνικά κείμενα ή οδηγίες χρήσης.
El agricultor utilizó insecticida para proteger sus cultivos.
(Ο γεωργός χρησιμοποίησε εντομοκτόνο για να προστατεύσει τις καλλιέργειές του.)
Es importante leer las instrucciones del insecticida antes de aplicarlo.
(Είναι σημαντικό να διαβάσετε τις οδηγίες του εντομοκτόνου πριν από την εφαρμογή του.)
El spray insecticida funciona muy bien contra los mosquitos.
(Το σπρέι εντομοκτόνου λειτουργεί πολύ καλά κατά των κουνουπιών.)
Η λέξη insecticida δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες λέξεις και φράσεις που τη σχετίζουν.
Utilizar insecticida como última opción.
(Χρησιμοποιώ εντομοκτόνο ως τελευταία επιλογή.)
El uso excesivo de insecticidas puede dañar el medio ambiente.
(Η υπερβολική χρήση εντομοκτόνων μπορεί να βλάψει το περιβάλλον.)
La etiqueta del insecticida debe ser clara y entendible.
(Η ετικέτα του εντομοκτόνου πρέπει να είναι ξεκάθαρη και κατανοητή.)
Es fundamental seguir las recomendaciones de uso del insecticida.
(Είναι θεμελιώδες να ακολουθούνται οι συστάσεις χρήσης του εντομοκτόνου.)
Los insecticidas biológicos son una alternativa más segura.
(Τα βιολογικά εντομοκτόνα είναι μια πιο ασφαλής εναλλακτική.)
Η λέξη insecticida προέρχεται από τη λατινική λέξη insectum (έντομο) και το ελληνικό -cida (να σκοτώνει). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "αυτό που σκοτώνει έντομα".