Η λέξη "inseguridad" είναι ουσιαστικό θηλυκό στα Ισπανικά.
Η διεθνής φωνητική αλφάβητος (IPA) για τη λέξη "inseguridad" είναι: /in.sɛ.ɡu.ɾiðað/
Η "inseguridad" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή αίσθηση της έλλειψης ασφάλειας ή σταθερότητας, είτε σε σωματικό, ψυχολογικό είτε κοινωνικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που ποικίλει ανάλογα με το πλαίσιο. Στον καθημερινό λόγο, παρουσιάζει τάση μεγαλύτερης συχνότητας.
La inseguridad en la ciudad ha aumentado en los últimos años.
(Η ανασφάλεια στην πόλη έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.)
Sentí una gran inseguridad al caminar por la noche.
(Ένιωσα μεγάλη ανασφάλεια όταν περπάτησα τη νύχτα.)
La inseguridad económica afecta a muchas familias.
(Η οικονομική ανασφάλεια επηρεάζει πολλές οικογένειες.)
Η λέξη "inseguridad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν το αίσθημα της ανασφάλειας.
Vivir con inseguridad
(Να ζεις με ανασφάλεια)
Ejemplo: Muchos viven con inseguridad debido a la crisis económica.
(Πολλοί ζουν με ανασφάλεια λόγω της οικονομικής κρίσης.)
Sentir inseguridad
(Να αισθάνεσαι ανασφάλεια)
Ejemplo: Al hablar en público, es normal sentir inseguridad.
(Όταν μιλάς δημόσια, είναι φυσικό να αισθάνεσαι ανασφάλεια.)
Inseguridad personal
(Προσωπική ανασφάλεια)
Ejemplo: La inseguridad personal puede afectar las relaciones.
(Η προσωπική ανασφάλεια μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις.)
Η λέξη "inseguridad" προέρχεται από την ισπανική πρόθεση "in-" (αντίθετο) και "seguridad", που σημαίνει ασφάλεια. Έτσι, "inseguridad" ερμηνεύεται ως "έλλειψη ασφάλειας".
Συνώνυμα: - Vulnerabilidad (ευαλωτότητα) - Inestabilidad (αστάθεια)
Αντώνυμα: - Seguridad (ασφάλεια) - Confianza (εμπιστοσύνη)