Η λέξη "inseguro" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /inseˈɣeɾo/
Η λέξη "inseguro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν είναι ασφαλές ή σταθερό. Στον τομέα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται σε ανασφαλείς επενδύσεις ή καταστάσεις που προκαλούν αβεβαιότητα. Η χρήση της είναι συχνή και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, αλλά συναντάται πιο συχνά σε κοινωνικές συζητήσεις και εφαρμογές, όπου η εκτίμηση κινδύνων είναι σημαντική.
La economía se siente insegura en tiempos de crisis.
(Η οικονομία αισθάνεται ανασφαλής σε περιόδους κρίσης.)
Es inseguro invertir en acciones sin investigar primero.
(Είναι ανασφαλές να επενδύεις σε μετοχές χωρίς πρώτα να ερευνήσεις.)
Un lugar inseguro puede afectar la calidad de vida de las personas.
(Ένας ανασφαλής τόπος μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.)
Η λέξη "inseguro" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Después de la crítica, comenzó a sentirse inseguro de sí mismo."
(Μετά την κριτική, άρχισε να αισθάνεται ανασφαλής για τον εαυτό του.)
Un futuro inseguro.
(Ένα ανασφαλές μέλλον.)
"Los jóvenes enfrentan un futuro inseguro debido a la crisis laboral."
(Οι νέοι αντιμετωπίζουν ένα ανασφαλές μέλλον εξαιτίας της εργασιακής κρίσης.)
Ambiente inseguro.
(Ανασφαλές περιβάλλον.)
Η λέξη "inseguro" προέρχεται από το Ισπανικό "in-" (προθέσεις που δηλώνουν άρνηση) και "seguro" (ασφαλής), καταλήγοντας σε μια έννοια που μεταφέρει τη σημασία της ανασφάλειας ή της αβεβαιότητας.
Συνώνυμα: - incauto (αφρόντιστο) - dudoso (αβέβαιος) - precario (προσωρινός)
Αντώνυμα: - seguro (ασφαλής) - confiado (σίγουρος) - estable (σταθερός)