inseguro - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inseguro (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inseguro" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /inseˈɣeɾo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "inseguro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν είναι ασφαλές ή σταθερό. Στον τομέα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται σε ανασφαλείς επενδύσεις ή καταστάσεις που προκαλούν αβεβαιότητα. Η χρήση της είναι συχνή και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, αλλά συναντάται πιο συχνά σε κοινωνικές συζητήσεις και εφαρμογές, όπου η εκτίμηση κινδύνων είναι σημαντική.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La economía se siente insegura en tiempos de crisis.
    (Η οικονομία αισθάνεται ανασφαλής σε περιόδους κρίσης.)

  2. Es inseguro invertir en acciones sin investigar primero.
    (Είναι ανασφαλές να επενδύεις σε μετοχές χωρίς πρώτα να ερευνήσεις.)

  3. Un lugar inseguro puede afectar la calidad de vida de las personas.
    (Ένας ανασφαλής τόπος μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inseguro" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sentirse inseguro de sí mismo.
    (Να αισθάνεσαι ανασφαλής για τον εαυτό σου.)
  2. "Después de la crítica, comenzó a sentirse inseguro de sí mismo."
    (Μετά την κριτική, άρχισε να αισθάνεται ανασφαλής για τον εαυτό του.)

  3. Un futuro inseguro.
    (Ένα ανασφαλές μέλλον.)

  4. "Los jóvenes enfrentan un futuro inseguro debido a la crisis laboral."
    (Οι νέοι αντιμετωπίζουν ένα ανασφαλές μέλλον εξαιτίας της εργασιακής κρίσης.)

  5. Ambiente inseguro.
    (Ανασφαλές περιβάλλον.)

  6. "El ambiente inseguro en la ciudad hace que la gente esté más preocupada."
    (Το ανασφαλές περιβάλλον στην πόλη κάνει τους ανθρώπους να είναι πιο ανήσυχοι.)

Ετυμολογία

Η λέξη "inseguro" προέρχεται από το Ισπανικό "in-" (προθέσεις που δηλώνουν άρνηση) και "seguro" (ασφαλής), καταλήγοντας σε μια έννοια που μεταφέρει τη σημασία της ανασφάλειας ή της αβεβαιότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incauto (αφρόντιστο) - dudoso (αβέβαιος) - precario (προσωρινός)

Αντώνυμα: - seguro (ασφαλής) - confiado (σίγουρος) - estable (σταθερός)



23-07-2024