Insensato είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /in.senˈsa.to/
Η λέξη insensato χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ενεργεί με ανόητο ή απερίσκεπτο τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες των πράξεών του. Είναι μια λέξη που εμφανίζεται συχνά στη λογοτεχνία και την καθημερινή συνομιλία, αν και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα συγκριτικά με τον προφορικό λόγο.
Él es un insensato que nunca piensa antes de actuar.
(Είναι ένας ανόητος που ποτέ δεν σκέφτεται πριν ενεργήσει.)
Esa decisión fue insensata y podría traer problemas.
(Αυτή η απόφαση ήταν απερίσκεπτη και θα μπορούσε να φέρει προβλήματα.)
Η λέξη insensato δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε διάφορες φράσεις που σχολιάζουν την ανόητη ή αφελή συμπεριφορά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα με μεταφράσεις:
No seas insensato, piensa bien lo que vas a hacer.
(Μην είσαι ανόητος, σκέψου καλά τι πρόκειται να κάνεις.)
Ser insensato no te llevará a ninguna parte.
(Το να είσαι απερίσκεπτος δεν θα σε πάει πουθενά.)
A veces, las decisiones más insensatas son las que tomamos sin pensar.
(Μερικές φορές, οι πιο ανόητες αποφάσεις είναι αυτές που παίρνουμε χωρίς να σκεφτούμε.)
Η λέξη insensato προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και σχηματίζεται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και το ουσιαστικό "sensato", το οποίο σημαίνει "λογικός" ή "ένας που έχει κοινό νου". Έτσι, κυριολεκτικά μεταφράζεται ως "όχι λογικός".
Συνώνυμα: - irracional (παράλογος) - imprudente (αφρόντις)
Αντώνυμα: - sensato (λογικός) - prudente (φρόνιμος)