Επίθετο.
/insensiblɛ/
Η λέξη "insensible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν έχει αίσθηση ή ευαισθησία. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε ανθρώπους που δεν δείχνουν συναισθήματα ή σε καταστάσεις που δεν προκαλούν καμία αντίδραση. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή, και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή επίσημες συζητήσεις παρά στον προφορικό λόγο.
El acto fue considerado insensible para quienes sufren.
(Η πράξη θεωρήθηκε αναίσθητη για όσους υποφέρουν.)
No puedes ser insensible ante el dolor ajeno.
(Δεν μπορείς να είσαι αναίσθητος απέναντι στον πόνο των άλλων.)
Su insensible comportamiento sorprendió a todos.
(Η αναίσθητη συμπεριφορά του εξέπληξε όλους.)
Η λέξη "insensible" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις όπου μπορεί να εφαρμοστεί:
Ser insensible a las críticas
(Να είσαι αναίσθητος στις κριτικές)
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν επηρεάζεται από τις αρνητικές γνώμες ή σχόλια άλλων.
Mostrar insensibilidad hacia el sufrimiento
(Να δείχνεις αναίσθησία απέναντι στον πόνο)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν δείχνει ενδιαφέρον ή συμπόνια για τον πόνο των άλλων.
En momentos insensibles
(Σε αναίσθητους χρόνους)
Αναφέρεται σε περιόδους όπου οι άνθρωποι φαίνονται ψυχροί ή ανέκφραστοι.
Η λέξη "insensible" προέρχεται από τη λατινική λέξη "insensibilis," που σημαίνει "χωρίς αίσθηση," με το πρόθεμα "in-" που σημαίνει "όχι" και τη βασική λέξη "sensibilis," που σημαίνει "ευαίσθητος."
apático (απαθής)
Αντώνυμα: