insertar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insertar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "insertar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /in.seɾˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "insertar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της εισαγωγής ή της τοποθέτησης κάποιου αντικειμένου μέσα σε ένα άλλο αντικείμενο ή σύστημα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η τεχνολογία, η γραφή και η καθημερινή γλώσσα. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesito insertar el USB en la computadora.
  2. Χρειάζομαι να εισάγω το USB στον υπολογιστή.

  3. Ella decidió insertar su opinión en el debate.

  4. Αυτή αποφάσισε να εισάγει τη γνώμη της στη συζήτηση.

  5. Puedes insertar la imagen en el documento.

  6. Μπορείς να τοποθετήσεις την εικόνα στο έγγραφο.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "insertar"

Η λέξη "insertar" χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορους τύπους φράσεων ή εκφράσεων:

  1. Insertar un comentario.
  2. Εισάγω ένα σχόλιο.
  3. Μια συνήθης έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να προσθέσουμε τη γνώμη μας σε μια συζήτηση.

  4. Insertar datos.

  5. Εισαγωγή δεδομένων.
  6. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επιχειρηματικά περιβάλλοντα.

  7. Insertar un enlace.

  8. Εισάγω ένα σύνδεσμο.
  9. Χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπως η ψηφιακή επικοινωνία και οι ιστοσελίδες.

  10. Insertar elementos en una lista.

  11. Εισάγω στοιχεία σε μια λίστα.
  12. Μια πρακτική που χρησιμοποιείται συνήθως σε προγράμματα επεξεργασίας κειμένων ή λογισμικού διαχείρισης.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "insertar" προέρχεται από το λατινικό "insertare", που σημαίνει «να εισάγω» ή «να τοποθετώ». Είναι σύνθετη από το "in-" που σημαίνει «μέσα» και το "sertere," που σημαίνει «να στρίβω» ή «να τοποθετώ».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incluir (περιλαμβάνω) - adjuntar (συνηγγύω) - colocar (τοποθετώ)

Αντώνυμα: - extraer (εξάγω) - sacar (βγάζω) - eliminar (αφαιρώ)



22-07-2024