Το "insertar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /in.seɾˈtaɾ/
Η λέξη "insertar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της εισαγωγής ή της τοποθέτησης κάποιου αντικειμένου μέσα σε ένα άλλο αντικείμενο ή σύστημα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η τεχνολογία, η γραφή και η καθημερινή γλώσσα. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Χρειάζομαι να εισάγω το USB στον υπολογιστή.
Ella decidió insertar su opinión en el debate.
Αυτή αποφάσισε να εισάγει τη γνώμη της στη συζήτηση.
Puedes insertar la imagen en el documento.
Η λέξη "insertar" χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορους τύπους φράσεων ή εκφράσεων:
Μια συνήθης έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να προσθέσουμε τη γνώμη μας σε μια συζήτηση.
Insertar datos.
Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επιχειρηματικά περιβάλλοντα.
Insertar un enlace.
Χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπως η ψηφιακή επικοινωνία και οι ιστοσελίδες.
Insertar elementos en una lista.
Η λέξη "insertar" προέρχεται από το λατινικό "insertare", που σημαίνει «να εισάγω» ή «να τοποθετώ». Είναι σύνθετη από το "in-" που σημαίνει «μέσα» και το "sertere," που σημαίνει «να στρίβω» ή «να τοποθετώ».
Συνώνυμα: - incluir (περιλαμβάνω) - adjuntar (συνηγγύω) - colocar (τοποθετώ)
Αντώνυμα: - extraer (εξάγω) - sacar (βγάζω) - eliminar (αφαιρώ)