Η λέξη "inserto" είναι ουσιαστικό.
/fiɾˈseɾto/
Η λέξη "inserto" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που προστίθεται ή ενσωματώνεται σε κάτι άλλο. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε αισθητικά ή λειτουργικά στοιχεία που ενσωματώνονται σε ένα σώμα, για παράδειγμα, προσθετικά μέρη. Στη γενική χρήση, αναφέρεται σε έγγραφα ή άρθρα που προστίθενται σε άλλα έγγραφα. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
El inserto del periódico contiene información importante sobre la comunidad.
Η ένθεση της εφημερίδας περιέχει σημαντικές πληροφορίες για την κοινότητα.
Necesitamos un inserto para el documento antes de enviarlo.
Χρειαζόμαστε μια προσθήκη για το έγγραφο πριν το στείλουμε.
Hacer un inserto en la conversación
Κάνω μια προσθήκη στη συζήτηση.
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να προσθέσει πληροφορίες ή απόψεις σε μια υπάρχουσα συζήτηση.
Incluir un inserto en tu presentación
Να συμπεριλάβεις μια ένθεση στην παρουσίασή σου.
Αναφέρεται στην προσθήκη στοιχείων ή λεπτομερειών σε μια παρουσίαση.
Agregar un inserto al informe
Να προσθέσεις μια προσθήκη στην αναφορά.
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε έγγραφα ή εκθέσεις όπου εμπλουτίζουμε τις πληροφορίες.
Η λέξη "inserto" προέρχεται από το λατινικό "inserere", που σημαίνει "να βάλεις μέσα" ή "να προσθέσεις". Η χρήση της έχει επεκταθεί στους διάφορους τομείς όπως η ιατρική και η τεκμηρίωση.
artículo (άρθρο)
Αντώνυμα: