Η λέξη "inservible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inservible" στα Ισπανικά είναι:
/insɛrˈβi.βle/
Η λέξη "inservible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι χρήσιμο ή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου αντικείμενα ή εργαλεία έχουν υποστεί ζημιά ή έχουν χάσει την χρηστική τους αξία. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αλλά συνήθως παρατηρείται σε επίσημα κείμενα ή σε περιστάσεις που αφορούν τη συζήτηση για την κατάσταση αντικειμένων.
El coche está inservible y no se puede reparar.
(Το αυτοκίνητο είναι άχρηστο και δεν μπορεί να επισκευαστεί.)
La computadora se volvió inservible después del último virus.
(Ο υπολογιστής έγινε μη χρήσιμος μετά τον τελευταίο ιό.)
Los documentos estaban inservibles debido a la humedad.
(Τα έγγραφα ήταν άχρηστα λόγω της υγρασίας.)
Αν και "inservible" δεν είναι σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιγραφές κατάστασης. Ακολουθούν 2-3 παραδείγματα:
Esa herramienta es inservible en este trabajo.
(Αυτό το εργαλείο είναι άχρηστο σε αυτή τη δουλειά.)
Las viejas máquinas se han vuelto inservibles.
(Οι παλιές μηχανές έχουν γίνει μη χρήσιμες.)
No puedo confiar en un plan inservible.
(Δεν μπορώ να εμπιστευτώ ένα άχρηστο σχέδιο.)
Η λέξη "inservible" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" που σημαίνει "όχι" και το "servible", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "servir" (να υπηρετεί ή να είναι χρήσιμο). Έτσι, σημαίνει κυριολεκτικά "δεν είναι χρήσιμο".
Συνώνυμα: - inútil (άχρηστο) - improductivo (μη παραγωγικό)
Αντώνυμα: - útil (χρήσιμο) - funcional (λειτουργικό)