"Insigne" είναι επίθετο.
/insinɪ/
Η λέξη "insigne" στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι σπουδαίος, διακεκριμένος ή εξαιρετικά σημαντικός. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημες ή γραπτές περιστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη έμφαση στο γραπτό πρότυπο.
El insigne escritor fue premiado por su obra.
(Ο διακεκριμένος συγγραφέας βραβεύτηκε για το έργο του.)
Es un insigne líder en la comunidad.
(Είναι ένας εξέχων ηγέτης στην κοινότητα.)
La insigne universidad tiene una larga tradición académica.
(Η σπουδαία πανεπιστήμια έχει μια μακρά ακαδημαϊκή παράδοση.)
Η λέξη "insigne" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και έχει τη δυνατότητα να προσδώσει έμφαση σε χαρακτηριστικά ή καταστάσεις.
"Ser un insigne defensor de los derechos humanos."
(Να είναι ένας σπουδαίος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.)
"Contar con insignes colaboradores en el proyecto."
(Να έχει σπουδαίους συνεργάτες στο έργο.)
"Un insigne ejemplo de liderazgo."
(Ένα εξέχον παράδειγμα ηγεσίας.)
"Ella es una insigne estudiosa de la historia."
(Αυτή είναι μια σπουδαία μελετήτρια της ιστορίας.)
"La insigne empresa ha innovado en su sector."
(Η διακεκριμένη επιχείρηση έχει καινοτομήσει στον τομέα της.)
Η λέξη "insigne" προέρχεται από το λατινικό "insignis", που σημαίνει "σημαντικός" ή "εξαίρετος". Η ρίζα του έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε διάφορες γλώσσες, δίνοντας σήμα και σημασία στην ιδέα της διακεκριμένης θέσης.